ὀρρωδέω
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
Ion. ἀρρωδέω, dread, shrink from, c. acc., Hdt.5.35, al., E. El.831, Ar.Eq.126, 541, al.; τήν τινος μανίαν Pl.Smp. 213d: c. gen. rei, fear for or because of a thing, Hdt.1.111; so ὑπέρ τινος Lys.28.7; περί τινος And.2.7; περὶ τῷ ἐμαυτοῦ σώματι Th.6.9; ἀμφὶ θανάτου Aret.SA2.2: followed by a Relat. clause, ἀ. ὅτι.. Hdt.8.70: more freq. ἀ. or ὀ. μὴ.., Id.1.9, 156, Antipho 3.3.4, Pl.Euthphr.3a, etc.; ὅπως μὴ.. Hp.Mul.1.70: also c. inf., ὀ. θανεῖν E.Hec.768; αὐτὸς ὀ. παθεῖν Id.Fr.130: abs., Hdt.3.1,5.98.
French (Bailly abrégé)
ὀρρωδῶ :
impf. ὠρρώδουν, f. ὀρρωδήσω;
frémir de, avoir horreur de, redouter : τινα, qqn ; τι, ὑπέρ τινος, περί τινι, redouter qch, avoir des appréhensions au sujet de qch ; avec un inf., redouter de.
Étymologie: DELG étym. obscure.
German (Pape)
fürchten, befürchten; Hippocr.; ὀρρωδῶ τινα δόλον θυραῖον, Eur. El. 831; c. inf., ὀρρωδῶν θανεῖν, Hec. 768; Ar. Eq. 126, 539, Ran. 1110 und öfter; und in Prosa, ὡς ἐγὼ τὴν τούτου μανίαν ὀρρωδῶ, Plat. Symp. 213d; ὀρρωδῶ, μὴ τοὐναντίον γένηται, Euthyphr. 3a, wie Antiph. 3 γ 4; ὑπέρ τινος, Lys. 28.7; περί τινος, Thuc. 6.14; τὴν δύναμιν, Dem. 11.2; Sp., wie Plut. oft, Luc. Dea Syria 18 und öfter (vgl. horror). Die Ableitungen von ὄρρος und δέος, wie die Tiere vor Angst den Schwanz sinken lassen und zwischen die Beine nehmen, od. gar von ὄρρος und ἰδίω, am Steiß vor Angst schwitzen, sind sehr unwahrscheinlich.
Russian (Dvoretsky)
ὀρρωδέω: ион. ἀρρωδέω бояться, страшиться, опасаться (τι Her., Eur., Thuc.; ὀρρωδῶ, μὴ τοὐναντίον γένηται Plat.): ὀ. περί τινος Thuc. и ὑπέρ τινος Lys. бояться за что-л.; ὀρρωδῶν θανεῖν Eur. боясь за жизнь (сына).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρρωδέω: Ἰων. ἀρρ-: μέλλ. -ήσω· - φοβοῦμαι, τρέμω, «ζαρώνω», ἐνώπιόν τινος, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 1. 3, κ. ἀλλ. (ἀείποτε ἐν τῷ Ἰων. τύπῳ), Εὐρ. Ἠλ. 831, Ἀριστοφ. Ἱππ. 126, 541, κ. ἀλλ.· μετὰ γεν. πράγμ., φοβοῦμαι περί τινος, ἢ ἕνεκά τινος, Ἡρόδ. 1. 111· οὕτως, ὑπέρ τινος Λυσ. 180. 10· περί τινος Ἀνδοκ. 20. 30· περὶ τῷ ἐμαυτοῦ σώματι Θουκ. 6. 9· ἀμφὶ θανάτου Ἀρεταῖ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 2· - ὡσαύτως ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσ., ἀρρ. ὅτι.., Ἡρόδ. 8. 70· ἀλλὰ κοινότερον, ἀρρ. ἢ ὀρρ. μὴ.., ὁ αὐτ. 1. 9, 156, Ἀντιφῶν 122, ἐν τέλ. κτλ.· ὅπως μή.., Ἱππ. 618. 42· - ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ὀρρ. θανεῖν Εὐρ. Ἑκάβ. 768· αὐτὸς ὀρρ. παθεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 128· - ἀπολ., Ἡρόδ. 3. 1., 5. 98 (Ὁ Ἰων. τύπος ἀρρωδέω ἀποδεικνύει ὅτι οὐδεμία συγγένεια ὑπάρχει πρὸς τὸ ὄρρος, cauda· πιθ., ὡς τὸ συγγενὲς Λατ. horreo, horresco, ἐσχηματίσθη κατ’ ὀνοματοποιίαν καὶ ἐκφράζει τὸν ἐκ τοῦ φόβου τρόμον.)
Greek Monotonic
ὀρρωδέω: Ιων. ἀρρ-, μέλ. -ήσω, φοβάμαι, τρέμω, ζαρώνω από το φόβο μου, με αιτ., σε Ηρόδ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν. πράγμ., φοβάμαι για ή εξαιτίας κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ.· ομοίως, ὀρρωδῶ περί τινος κ.λπ. (ο σχηματισμός του φανερώνει ηχομιμ. λέξη, για να εκφράσει το τρέμουλο που προέρχεται από τον φόβο).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to shudder, to fear, to dread (Att.),
Other forms: Ion. ἀρρωδέω (Hp., Hdt.).
Compounds: Aslo w. prefix, esp. κατ-.
Derivatives: ὀρρωδία, ἀρρωδίη f. fear, dread (Hdt., Th., E.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: Not certainly explained. Semantically attractive is the proposal by Bréal MSL 8, 309 (agreeing Lasso de la Vega Emer. 23, 121 f.): ὀρρωδέω from ὄρρος through *ὀρρώδης afraid, anxious like Fr. couard, It. codardo from Lat. coda. But one has to assume then that the Att. form came into Ionic with transition of ὀρρ- into ἀρρ- (after ἀρρωστέω. -ία?), what cannot be easily argued. After J. Schmidt KZ 25, 112; 32, 170 Att. ὀρρ- stands for older ἀρρ- through assimilation to the folowing ω (cf. Schwyzer 255); possible is also folketym. influence of ὄρρος. Vain attempys by Prellwitz BB 24, 217, Solmsen IF 13, 134ff., Ehrlich Betonung 54 (s. Bq s.v. a. p. 717 n. 1; also WP. 1, 278 a. 292). - Taillardat, RPh. 71(1997) 170, defends the old interpretation as τὸν ὄρρον ἱδροῦν; the α- would be due to Ionic dissimilation of ο-ω. - Furnée 342 thinks that the word is Pre-Greek, which explains the variation ἀ-/ὀ-.
Middle Liddell
ὀρρωδέω,
to fear, dread, shrink from, c. acc., Hdt., Eur., etc.: c. gen. rei, to fear for or because of a thing, Hdt.; so, ὀρρ. περί τινος etc. [Formed so as to express the shuddering of fear.]
Frisk Etymology German
ὀρρωδέω: (att.),
{orrōdéō}
Forms: ion. ἀρρωδέω (Hp., Hdt.),
Grammar: v.
Meaning: schaudern, Angst haben, fürchten
Composita : auch m. Präfix, bes. κατ-,
Derivative: mit ὀρρωδία, ἀρρωδίη f. Angst, Furcht (Hdt., Th., E. u.a.).
Etymology : Nicht sicher erklärt. Semantisch ansprechend ist der Vorschlag von Bréal MSL 8, 309 (zustimmend Lasso de la Vega Emer. 23, 121 f.): ὀρρωδέω von ὄρρος über *ὀρρώδης ängstlich, furchtsarn wie frz. couard, it. codardo von lat. coda. Dabei muß man indessen annehmen, daß die att. Form ins Ionische eingedrungen ist mit gleichzeitigem Übergang von ὀρρ- zu ἀρρ- (nach ἀρρωστέω. -ία?), was nicht leicht zu begründen ist. Nach J. Schmidt KZ 25, 112; 32, 170 steht att. ὀρρ- für älteres ἀρρ- infolge Assimilation an das folg. ω (vgl. Schwyzer 255); möglich ist auch volksetym. Angleichung an ὄρρος. Vergebliche Deutungsversuche von Prellwitz BB 24, 217, Solmsen IF 13, 134ff., Ehrlich Betonung 54 (s. Bq s.v. u. S. 717 A. 1; auch WP. 1, 278 u. 292).
Page 2,427-428
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=φοβᾶμαι, τρέμω, ζαρώνω). Ἀβέβαιη ἡ ἐτυμολογία του. Ἀρχικά ἦταν ἀρρωδέω (ἰων.) καί μέ ἀφομοίωση τοῦ ἄτονου α μέ τό ω ἔγινε ὀρρωδέω. (Λατιν. horreo -horresco). Παλιά ἐτυμολογία: ὄρρος (=οὐρά) + δέος ἤ ἰδίω (=ἱδρώνω). Ἴσως ἀκόμη ἀπό τό ὀρρωδής (=δειλός) ἤ ἀπό τό α στερητ. + ρῶδος (=δύναμη).
Παράγωγα: ὀρρωδία, ὀρρωδέως.
Lexicon Thucydideum
extimescere, to dread greatly, 5.32.4, 6.9.2, 6.14.1.