Anonymous

περιρραντήριον: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - " ἐγκονιστής, περιρραντήριον, περιρραντής, ῥαντήρ, ῥαντηρίτης; Hebrew: ממטרה; Hungarian: locsoló, permetező; Irish: aisréadóir, spréire; Italian: spruzzatore; Japanese: スプリンクラー; Korean: 스프링클러; Macedonian: пр́скалка; Norwegian Bokmål: spreder; Norwegian Nynorsk: spreiar; Polish: zraszacz; Portuguese: aspersor; Russian: разбрызгиватель, опрыскиватель, дождевальная установка, спринклер; Spanish: aspersor, [[aspersor de irrigación...)
mNo edit summary
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=περιρραντήριον -ου, τό [περιρραίνω] vat voor reinigend water (bij offers). gewijde plaats.
|elnltext=περιρραντήριον -ου, τό [περιρραίνω] [[vat voor reinigend water]] (bij offers). [[gewijde plaats]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''περιρραντήριον''': τό, σκεῦός τι εἰς ῥαντισμοὺς χρήσιμον, ἰδίως θαλλοὶ διάβροχοι δι’ ὧν ἐρράντιζον οἱ νεωκόροι τοὺς εἰσερχομένους εἰς τὸν ναόν· διὰ τῶν θαλλῶν ἐρραντίζοντο καὶ τὰ θύματα· [[προσέτι]] [[ἀγγεῖον]] περιέχον [[ὕδωρ]] ἁγνισμοῦ, Λατ. aspergillum, Ἡρόδ. 1. 51, Λουκ. Ψευδολ. 23. ΙΙ. περιρραντήρια ἀγορᾶς, τὰ μέρη τῆς ἀγορᾶς τὰ ῥαντιζόμενα δι’ ὕδατος ἁγνισμοῦ, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 2, πρβλ. 79. 2, Φίλων 1. 156, Λουκ. π. Θυσιῶν 12, 13, κτλ.· ἴδε ἐν λ. καθάρσιον.
|lstext='''περιρραντήριον''': τό, σκεῦός τι εἰς ῥαντισμοὺς χρήσιμον, ἰδίως θαλλοὶ διάβροχοι δι’ ὧν ἐρράντιζον οἱ νεωκόροι τοὺς εἰσερχομένους εἰς τὸν ναόν· διὰ τῶν θαλλῶν ἐρραντίζοντο καὶ τὰ θύματα· [[προσέτι]] [[ἀγγεῖον]] περιέχον [[ὕδωρ]] ἁγνισμοῦ, Λατ. [[aspergillum]], Ἡρόδ. 1. 51, Λουκ. Ψευδολ. 23. ΙΙ. περιρραντήρια ἀγορᾶς, τὰ μέρη τῆς ἀγορᾶς τὰ ῥαντιζόμενα δι’ ὕδατος ἁγνισμοῦ, Νόμ. παρ’ Αἰσχίν. 4. 2, πρβλ. 79. 2, Φίλων 1. 156, Λουκ. π. Θυσιῶν 12, 13, κτλ.· ἴδε ἐν λ. καθάρσιον.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj