Anonymous

πένταθλο: Difference between revisions

From LSJ
m
no edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $2$4)")
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[πένταθλον]], ΝΑ, [[πέμπαθλον]] και αρσ. [[πένταθλος]] και ιων. τ. [[πεντάεθλος]], Α<br />σύνθετο [[άθλημα]] της κλασικής αρχαιότητας, [[ιδρυτής]] του οποίου θεωρούνταν ο Ιάσων και το οποίο περιλάμβανε [[πέντε]] αγωνίσματα, [[τρία]] [[ελαφρά]], δηλ. [[άλμα]], δρόμο σταδίου και [[ακόντιο]], και δύο [[βαρέα]], δηλ. δίσκο και [[πάλη]], ενώ [[σήμερα]] το [[αγώνισμα]] αυτό διεξάγεται [[κυρίως]] από γυναίκες, [[είναι]] σύνθετο [[επίσης]] και έχει [[πέντε]] ατομικά αγωνίσματα: 100 [[μέτρα]] με εμπόδια, [[σφαιροβολία]], [[άλμα]] εις ύψος, [[άλμα]] εις [[μήκος]] και 800 [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται στο [[άθλημα]] του πεντάθλου ή αυτός που νικά στο [[αγώνισμα]] αυτό («τοῖς τρισὶν [[ὥσπερ]] οἱ πένταθλοι περίεστι καὶ νικᾷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που επιχειρεί τα [[πάντα]], που καταγίνεται με [[πολλά]] ή αυτός που διακρίνεται σε πολλούς τομείς δράσης («ἐν φιλοσοφίᾳ [[πένταθλος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τις αισθήσεις) αυτός που λειτουργεί με [[πέντε]] τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ἄεθλος]] / [[ἆθλος]] ([[πρβλ]]. [[φίλαθλος]])].
|mltxt=το / [[πένταθλον]], ΝΑ, [[πέμπαθλον]] και αρσ. [[πένταθλος]] και ιων. τ. [[πεντάεθλος]], Α<br />σύνθετο [[άθλημα]] της κλασικής αρχαιότητας, [[ιδρυτής]] του οποίου θεωρούνταν ο Ιάσων και το οποίο περιλάμβανε [[πέντε]] αγωνίσματα, [[τρία]] [[ελαφρά]], δηλ. [[άλμα]], δρόμο σταδίου και [[ακόντιο]], και δύο [[βαρέα]], δηλ. δίσκο και [[πάλη]], ενώ [[σήμερα]] το [[αγώνισμα]] αυτό διεξάγεται [[κυρίως]] από γυναίκες, [[είναι]] σύνθετο [[επίσης]] και έχει [[πέντε]] ατομικά αγωνίσματα: 100 [[μέτρα]] με εμπόδια, [[σφαιροβολία]], [[άλμα]] εις ύψος, [[άλμα]] εις [[μήκος]] και 800 [[μέτρα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αγωνίζεται στο [[άθλημα]] του πεντάθλου ή αυτός που νικά στο [[αγώνισμα]] αυτό («τοῖς τρισὶν [[ὥσπερ]] οἱ πένταθλοι περίεστι καὶ νικᾷ», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που επιχειρεί τα [[πάντα]], που καταγίνεται με [[πολλά]] ή αυτός που διακρίνεται σε πολλούς τομείς δράσης («ἐν φιλοσοφίᾳ [[πένταθλος]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> (για τις αισθήσεις) αυτός που λειτουργεί με [[πέντε]] τρόπους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντ</i>- (<b>βλ.</b> <i>πεντα</i>-) <span style="color: red;">+</span> [[ἄεθλος]] / [[ἆθλος]] ([[πρβλ]]. [[φίλαθλος]])].
}}
{{trml
|trtx====[[pentathlon]]===
Bulgarian: петобой; Catalan: pentatló; Czech: pětiboj; Finnish: antiikin viisiottelu; Galician: péntatlon; Greek: [[πένταθλο]]; Ancient Greek: [[πένταθλον]], [[πεντάεθλον]]; Italian: [[pentathlon]]; Portuguese: [[pentatlo]]; Romanian: pentatlon; Russian: [[пятиборье]]; Spanish: [[pentatlón]]
}}
}}