Anonymous

μεταβατικός: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(25 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=metavatikos
|Transliteration C=metavatikos
|Beta Code=metabatiko/s
|Beta Code=metabatiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to pass from one place to another</b>, τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον <span class="title">Placit.</span>4.8.6; <b class="b3">μ. κίνησις</b> motion <b class="b2">involving change of place</b>, ib.4.6.1, <span class="bibl">Ph. 1.397</span>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>9.195</span>; <b class="b3">μ. ὄργανα</b> organs <b class="b2">of motion</b>, Gal.4.546. Adv. -κῶς, κινεῖν <span class="title">Placit.</span>3.13.3, cf. <span class="bibl">Ph.1.176</span>, <span class="bibl">Alex.Aphr.<span class="title">in Top.</span>43.32</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">discursive</b>, φαντασία μ. καὶ συνθετική <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>8.276</span>, cf. <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Prm.</span> p.628</span> S., <span class="title">in Ti.</span>1.244 D. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> Id. <span class="title">in Prm.</span>l.c., <span class="title">in Ti.</span>1.246 D.; <b class="b2">by the process of analogical</b> or <b class="b2">discursive reasoning</b>, εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>3.25</span>; νοῦν . . ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>100</span>; opp. <b class="b3">ἀμεταβάτως</b>, <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>211</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">exchanging, bartering</b>: <b class="b3">τὸ -κόν</b> <b class="b2">the petty dealers</b>, dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. -<b class="b3">βλᾱτικόν</b>). </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">III</span> Gramm., <b class="b2">not reflexive</b>, of pronouns, <span class="bibl">A.D.<span class="title">Pron.</span>24.15</span>. Adv. -<b class="b3">κῶς</b> ib.<span class="bibl">44.14</span>.</span>
|Definition=μεταβατική, μεταβατικόν,<br><span class="bld">A</span> [[able to pass from one place to another]], τὸ μ. ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''4.8.6; μ. [[κίνησις]] = [[motion]] [[involving change of place]], ib.4.6.1, Ph. 1.397, S.E.''M.''9.195; μ. ὄργανα = organs of [[motion]], Gal.4.546. Adv. [[μεταβατικῶς]], [[κινεῖν]] ''[[Placita Philosophorum|Placit.]]''3.13.3, cf. Ph.1.176, Alex.Aphr.''in Top.''43.32.<br><span class="bld">2</span> [[discursive]], [[φαντασία]] μ. καὶ συνθετική S.E.''M.''8.276, cf. Procl.''in Prm.'' p.628 S., ''in Ti.''1.244 D. Adv. [[μεταβατικῶς]] Id. ''in Prm.''l.c., ''in Ti.''1.246 D.; [[by the process of analogical]] or [[discursive reasoning]], εἰ καὶ τὸ νοητὸν μ. ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν S.E.''M.''3.25; νοῦν… ἅμα πάντα γιγνώσκοντα καὶ οὐ μ. Dam.''Pr.''100; opp. [[ἀμεταβάτως]], Procl.''Inst.''211.<br><span class="bld">II</span> [[exchanging]], [[bartering]]: [[τὸ μεταβατικόν]] = [[the petty dealers]], dub. in Hippodam. ap. Stob.4.1.94 (leg. [[μεταβλατικός|μεταβλατικόν]]).<br><span class="bld">III</span> Gramm., [[not reflexive]], of pronouns, A.D.''Pron.''24.15. Adv. [[μεταβατικῶς]] ib.44.14.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] ή, όν, zum Uebergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] ή, όν, zum Übergehen, Weggehen geneigt, Sp. Bei den Gramm. ῥήματα, verba transitiva. – Adv., Schol. Theocr. 1, 3.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>t. de gramm.</i> transitif.<br />'''Étymologie:''' [[μεταβαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''μετᾰβᾰτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[передвигающий]], [[смещающий]] ([[κίνησις]] Plut.; [[δύναμις]] Sext.);<br /><b class="num">2</b> грам. [[переходный]] ([[ῥῆμα]]).
}}
{{ls
|lstext='''μεταβᾰτικός''': -ή, -όν, ὁ δυνάμενος να μεταβῇ ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, εὐκόλως κινούμενος, Πλούτ. 2. 900Α, Μελέτ. ἐν Ἀν. Ὀξ. 3. 31· μ. [[κίνησις]], ἡ ἐνέχουσα ἀλλαγὴν τόπου, Πλούτ. 2. 899Β· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ ἐπιρρ., μεταβατικῶς κινεῖσθαι [[αὐτόθι]] 896Α· οὐ μ., ἀλλὰ στρεπτικῶς, οὐχὶ διὰ μεταβάσεως ἀλλὰ διὰ στροφῆς, Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 850D. ΙΙ. ὁ μεταλλάσσων, ἀνταλλάσσων, τὸ -κόν, οἱ μικρέμποροι, Ἱπποδάμ. παρὰ Στοβ. 249. 5. ΙΙΙ. παρὰ τοῖς Γραμμ., ὁ δηλῶν ἐνέργειαν μεταβαίνουσαν εἰς ἕτερον, ἐπὶ ῥημάτων, Ἀπολλ. Δύσκ. π. Ἀντωνυμ. 315C, 316C, 375A, 289C. ― Ἐπίρρ., μεταβατικῶς, [[αὐτόθι]] 315C, πρβλ. [[διαβατικός]].
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[μεταβατικός]], -ή, -όν) [[μεταβαίνω]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την [[ιδιότητα]] να μετακινείται από έναν [[τόπο]] σε [[άλλο]], να αλλάζει [[τόπο]] διαμονής, περιοδεύων, [[αποδημητικός]]<br />(α. «μεταβατικό [[απόσπασμα]]» β. «τὸ μεταβατικὸν ἀφ' ἑτέρου εἰς ἕτερον», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά ρήματα»<br /><b>γραμμ.</b> ενεργητικά ρήματα στα οποία η [[ενέργεια]] του υποκειμένου μεταβαίνει στο [[αντικείμενο]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τα αμετάβατα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[πρόσκαιρος]], [[παροδικός]], [[προσωρινός]] («μεταβατική [[περίοδος]]»)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μεταβατικά στοιχεία»<br /><b>χημ.</b> [[άλλη]] [[ονομασία]] της ομάδας τών μεταλλικών χημικών στοιχείων που [[είναι]] περισσότερο γνωστά ως στοιχεία μετάπτωσης<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που κινείται εδώ κι [[εκεί]] σε [[αναζήτηση]] κάποιου, [[ερευνητικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συναλλάσσεται, που εμπορεύεται<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ μεταβατικὸν</i><br />οι μικρέμποροι<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «μεταβατικά όργανα» — τα κινητήρια όργανα, τα όργανα της κίνησης<br />β) «μεταβατική [[κίνησις]]» — [[κίνηση]] για [[αλλαγή]] τόπου. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεταβατικώς</i> και -<i>ά</i> (Α μεταβατικῶς)<br />με μεταβατικό τρόπο, με [[μετάβαση]] από το ένα [[μέρος]] στο [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με ερευνητικό τρόπο, ερευνητικά, ανήσυχα<br /><b>2.</b> με επιχειρηματολογία κατ' αναλογίαν («εἰ καὶ τὸ νοητὸν μεταβατικῶς ἀπὸ τοῦ αἰσθητοῦ νοοῦμεν», Σέξτ. Εμπ.)<br /><b>3.</b> με [[σύνταξη]] μεταβατικού ρήματος, με [[μετάβαση]] της ενέργειας του υποκειμένου σε [[αντικείμενο]].
}}
{{trml
|trtx====[[transitive]]===
Albanian: kalimtar; Arabic: مُتَعَدٍّ‎; Armenian: անցողական; Azerbaijani: təsirli; Belarusian: пераходны; Bulgarian: преходен; Catalan: transitiu; Chinese Mandarin: 及物; Czech: přechodný; Danish: transitiv; Dutch: [[overgankelijk]], [[transitief]]; Esperanto: transitiva; Finnish: transitiivinen; French: [[transitif]]; Galician: transitivo; Georgian: გარდამავალი; German: [[transitiv]]; Greek: [[μεταβατικός]]; Ancient Greek: [[μεταβατικός]], [[ἀλλοπαθής]], [[διαβιβαστικός]]; Hungarian: tárgyas; Irish: aistreach; Italian: [[transitivo]]; Japanese: 他動; Korean: 타동(他動); Kurdish Northern Kurdish: têper, gerguhêz; Macedonian: преоден; Malayalam: സകർമ്മകക്രിയ; Mongolian: тусах; Norman: transitif; Norwegian: transitiv; Occitan: transitiu; Polish: przechodni; Portuguese: [[transitivo]]; Romanian: tranzitiv; Russian: [[переходный]]; Scottish Gaelic: aisigeach, aistreach, asdolach; Serbo-Croatian Cyrillic: прелазан, пријелазан; Roman: prélazan, prijélazan; Slovak: prechodný; Slovene: prehoden; Spanish: [[transitivo]]; Swedish: transitiv; Turkish: geçişli; Ukrainian: перехідний; Vietnamese: ngoại; Volapük: loveädik; Welsh: anghyflawn; Zazaki: ravêrdın
}}
}}