Anonymous

ὀγκώδης: Difference between revisions

From LSJ
6_7
(13_5)
(6_7)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., <b class="b2">schwülstig</b>, aufgeblasen, καὶ [[ἐπαχθής]], Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ [[γαῦρος]], von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅστις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf [[ὀγκάομαι]] zurückgeführt, der am lautesten brüllt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] ες, schwulstartig, dick; Xen. de re equ. 1, 12; Arist. H. A. 9, 45; οἱ ὀγκώδεις καὶ πολύτροφοι, Plut. Lycurg. 17; übertr., <b class="b2">schwülstig</b>, aufgeblasen, καὶ [[ἐπαχθής]], Plat. Men. 90 a; vom Tanze, Ath. I, 20 d; καὶ [[γαῦρος]], von der äolischen Harmonie, XIV, 624 d. – Ὅστις ὄνων ὀγκωδέστερος εἶναι δοκεῖ Ael. H. A. 12, 34 wird gew. auf [[ὀγκάομαι]] zurückgeführt, der am lautesten brüllt.
}}
{{ls
|lstext='''ὀγκώδης''': -ες, ([[ὄγκος]] Β, [[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· [[μέρος]] τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) [[μέγας]] τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ [[ὑπερήφανος]] δοκῶν [[εἶναι]] [[πολίτης]] οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ [[κόμπος]], [[στόμφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D.
}}
}}