Anonymous

ὀγκώδης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_7)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀγκώδης''': -ες, ([[ὄγκος]] Β, [[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· [[μέρος]] τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) [[μέγας]] τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ [[ὑπερήφανος]] δοκῶν [[εἶναι]] [[πολίτης]] οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ [[κόμπος]], [[στόμφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D.
|lstext='''ὀγκώδης''': -ες, ([[ὄγκος]] Β, [[εἶδος]]) ὡς καὶ νῦν, ἔχων ὄγκον, πλευρὰ ἡ … πρὸς τὴν γαστέρα ὀγκωδεστέρα, ἐπὶ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 1. 12· [[μέρος]] τι ὀγκ. (δηλ. τοῦ οἰσοφάγου) Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 9. 2) [[μέγας]] τὰς διαστάσεις, ὅσων τὰ σώματα ὀγκ., ἐπὶ πτηνῶν, [[αὐτόθι]] 4. 12, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 45, 1. ΙΙ) μεταφ., οὐχ [[ὑπερήφανος]] δοκῶν [[εἶναι]] [[πολίτης]] οὐδὲ [[ὀγκώδης]] τε καὶ [[ἐπαχθής]], ἀλλὰ [[κόσμιος]] καὶ εὐσταλὴς ἀνὴρ Πλάτ. Μένων 90A· τὸ ἡρωικὸν ... ὀγκωδέστατον τῶν μέτρων, τὸ πληρέστατον, Ἀριστ. Ποιητ. 24. 9· ― τὸ ὀγκῶδες, ὁ [[κόμπος]], [[στόμφος]], Διον. Ἁλ. περὶ Δεινάρχ. 7, Ἀθήν. 624D.
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ης, ες :<br />gros, fort;<br /><i>Cp.</i> ὀγκωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγκόω]], -ωδης.<br /><span class="bld">2</span>ης, ες :<br />qui brait avec force;<br /><i>Cp.</i> ὀγκωδέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγκάομαι]], -ωδης.
}}
}}