Anonymous

καταλάμπω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_6a)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1359.png Seite 1359]] 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ [[ἥλιος]] καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε [[κύκλος]] ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., [[ἡμέρα]] κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ [[σελήνη]] κατέλαμπεν εἰς θάλατταν sept. sap. conv. 18.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1359.png Seite 1359]] 1) beleuchten, erhellen; ὧν ὁ [[ἥλιος]] καταλάμπει σαφῶς ὁρῶσι Plat. Rep. VI, 508 d; bei Sp. auch τινά, z. B. τὰ δὲ φῶτα πολλὰ κατέλαμπε τοὺς στενωπούς Plut. Cic. 22. – Pass., Eur. Ion 87 Troad. 1069; ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Xen. Hem. 4, 7, 7; Sp. – 2) intrans., leuchten, hell sein; ἐν δὲ μέσῳ κατέλαμπε [[κύκλος]] ἀελίοιο Eur. El. 464, vgl. 586; Sp., [[ἡμέρα]] κατέλαμψε Plut. Agesil. 24; ἡ [[σελήνη]] κατέλαμπεν εἰς θάλατταν sept. sap. conv. 18.
}}
{{ls
|lstext='''καταλάμπω''': μέλλ. -λάμψω.- Παθ. ἀόρ. κατελάμφθην, [[λάμπω]] ἐπί τινος ἢ [[ὑπεράνω]] τινός, [[μετὰ]] γεν., ὦν ὁ [[ἥλιος]] καταλ. Πλάτ. Πολ. 508D· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κατ. τοὺς στενωποὺς τὰ πολλὰ φῶτα, [[φωτίζω]], Πλουτ. Κικ. 22· [[ἡμέρα]] κατέλαμψεν αὐτὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγησ. 24, πρβλ. Λουκ. Προμ. 19· κατέλαμπον κάμηλοι χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἀπήστραπτον ἐκ τοῦ χρυσοῦ καὶ ἀργύρου, ἐξ ὧν κεκοσμημέναι ἦσαν, Πλουτ. Ἀριστ. ΙΙ. ἀπολ., [[λάμπω]], ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἱππ. π. Ἀέρ. 282, Εὐρ. Ἠλ. 464, 586· καὶ Παθ., καταλάμπομαι, ὑπὸ τοῦ ἡλίου καταλαμπόμενοι Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7· Εὐρ. Τρῳ. 1070, Ἴων 87· φωτὶ καταλάμπεσθαι καὶ τρανοῦσθαι Γρηγ.· ὑπὸ τοῦ κάλλους καταλαμφθεῖσα Μακαρ. Ὁμιλ. 2. Β, καὶ οὐδέτ., ἡ [[κόρη]] τῶν λεόντων καταλαμπομένη Ἀλέξ. Ἀφροδ.
}}
}}