Anonymous

διαριθμέω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_5)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] 1) aus einander zählen, herzählen, (VLL. διαλογίζεσθαι); ψήφους Eur. I. T. 566; [[ἀργυρίδιον]] Ar. Av. 1622; auch med., ὥςπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 437 d; vgl. Legg. I, 633 a, u. öfter; auch Plut. – Dah. = trennen, pass., Aesch. 3, 207; διαριθμήσασθαι καὶ διαλαβεῖν εἰς εἴδη, Arist. rhet. 1, 4. – 2) Med., beurtheilen, erwägen, Plat. Gorg. 501 a, öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0599.png Seite 599]] 1) aus einander zählen, herzählen, (VLL. διαλογίζεσθαι); ψήφους Eur. I. T. 566; [[ἀργυρίδιον]] Ar. Av. 1622; auch med., ὥςπερ ψήφους διαριθμησόμεθα τὰ ὀνόματα Plat. Crat. 437 d; vgl. Legg. I, 633 a, u. öfter; auch Plut. – Dah. = trennen, pass., Aesch. 3, 207; διαριθμήσασθαι καὶ διαλαβεῖν εἰς εἴδη, Arist. rhet. 1, 4. – 2) Med., beurtheilen, erwägen, Plat. Gorg. 501 a, öfter.
}}
{{ls
|lstext='''διᾰριθμέω''': μέλλ. -ήσω, [[λογαριάζω]] ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) [[διακρίνω]], Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.
}}
}}