Anonymous

διαριθμέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_13b)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διᾰριθμέω''': μέλλ. -ήσω, [[λογαριάζω]] ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) [[διακρίνω]], Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.
|lstext='''διᾰριθμέω''': μέλλ. -ήσω, [[λογαριάζω]] ἓν πρὸς ἓν, ἀπαριθμῶ, ψήφους Εὐρ. Ι. Τ. 966· ὑπολείποι ἂν ὁ αἰὼν διαριθμοῦντας Ἀριστ. Ρητ. 1. 13, 13·― ἀλλὰ συχνότερον ἐν τῷ μέσ., ὡς Πλάτ. Κρατ. 437D, κ. ἀλλ.― Παθ., Ἀριστ. Φυσ. 4. 14, 1. 2) [[διακρίνω]], Πλάτ. Φαίδρ. 273Ε, Γοργ. 301Α· διαριθμήσασθαι [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Νόμ. 633Α.― Παθ., διακρίνομαι, Αἰσχίν. 83. 32.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> compter en détail, énumérer;<br /><b>2</b> distinguer nettement.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[ἀριθμέω]].
}}
}}