3,277,759
edits
(13_6a) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0361.png Seite 361]] ὁ (sapio), <b class="b2">Saft</b> der Pflanzen, bes. der Bäume, gew. des Feigenbaumes, der zum Gerinnen der Milch gebraucht wurde; ὡς δ' ὅτ' ὀπὸς [[γάλα]] λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν, Il. 5, 902; τὸ δὲ τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν ἀφρῶδες [[γένος]] ὀπὸς ἐπωνομάσθη, Plat. Tim. 60 b; Legg. VII, 824; Theophr. u. Folgende. – Uebertr., ὀπὸς ἥβης, die saftige, schwellende Fülle des jugendlichen Leibes, Paul. Sil. 8 (V, 258). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0361.png Seite 361]] ὁ (sapio), <b class="b2">Saft</b> der Pflanzen, bes. der Bäume, gew. des Feigenbaumes, der zum Gerinnen der Milch gebraucht wurde; ὡς δ' ὅτ' ὀπὸς [[γάλα]] λευκὸν ἐπειγόμενος συνέπηξεν, Il. 5, 902; τὸ δὲ τῆς σαρκὸς διαλυτικὸν ἀφρῶδες [[γένος]] ὀπὸς ἐπωνομάσθη, Plat. Tim. 60 b; Legg. VII, 824; Theophr. u. Folgende. – Uebertr., ὀπὸς ἥβης, die saftige, schwellende Fülle des jugendlichen Leibes, Paul. Sil. 8 (V, 258). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀπός''': ὁ, ὡς καὶ νῦν, διαφέρων τοῦ χυλοῦ καὶ χυμοῦ, καθ’ ὅσον ὀπὸς [[κυρίως]] σημαίνει τὸ γαλακτῶδες ὑγρὸν τὸ ὁποῖον λαμβάνει τις κεντῶν ἢ χαράττων τὸ [[φυτόν]], ὀπόν... στάζοντα τομῆς.. κάδοις δέχεται Σοφ. Ἀποσπ. 479, πρβλ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 8, κτλ.· ― [[μάλιστα]] ὁ δριμὺς ὀπὸς τῆς συκῆς [[ὅστις]] ἐχρησίμευεν ὡς [[πυτία]] ([[τάμισος]]) πρὸς πῆξιν γάλακτος, Ἰλ. Ε. 902, Ἐμπεδ. 215, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 7, 9., 4. 11, 4, π. Ζ. Γεν. 2. 3, 15· βλέπειν ὀπὸν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1184· ἐν τῷ πληθ., Ἀντιφάνης ἐν «Δυσέρωτι» 1, Ἀναξανδρίδ’ ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 59· ― πρβλ. [[ὀπίας]], [[ὀποειδής]]. 2) σπανίως ἐπὶ ζωϊκῶν χυμῶν, [[οἷον]] ἐν Πλάτ. Τιμ. 60. 3) μεταφορ., ὀπὸς ἥβης, ἡ [[χυμώδης]] δροσερότης τῆς νεότητος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ῥυτίς]], Ἀνθολ. Π. 5. 258. ΙΙ. τὸ φυτὸν [[σίλφιον]], Ἱππ. παρὰ Γαλην. ([[ἀλλά]]: ὀπὸς σιλφίου, ὁ ὀπὸς [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. π. Διαίτ. Ὀξ. 387)· καὶ οὕτω πιθ. ἐν Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 404, Πλ. 719. (Πρὸς τὸ ὀπός, πρβλ. τὰ Λατ. sap-a, sap-ere, sap-or, sucus· πρβλ. Π, π, ΙΙ. 2· Ἀρχ. Σκανδ. safi· Ἀγγλο-Σαξον. soep (sap:· Ἀρχ. Γερμαν. saf (saft), κτλ.· [[σαφής]], σοφὸς φαίνονται παραγόμενα ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ― [[ἐντεῦθεν]] [[ὄπιον]], opium, οὗ ἡ [[ὁμοιότης]] πρὸς τὸ sopor [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] τυχαία· πρβλ. [[ὕπνος]] ἐν τέλει). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ὀπός]]· [[βοτάνη]] τις, δι’ οὗ πήγνυται τὸ [[γάλα]]. καὶ τῶν δένδρων [[δάκρυον]]. καὶ τὸ γαλακτῶδες ἐκ τῆς συκῆς ἀνιέμενον». | |||
}} | }} |