Anonymous

σηκάζω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0873.png Seite 873]] einstallen, in einen Stall treiben u. einsperren; καὶ νύ κε σήκασθεν (ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἠΰτε ἄρνες, Il. 8, 131; Xen. Hell. 3, 2, 4 ὥςπερ ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες.
}}
{{ls
|lstext='''σηκάζω''': (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ [[κλείω]] ἐν αὐτῇ, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἐγκλείω]] εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», [[περικλείω]], σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4.
}}
}}