3,270,341
edits
(6_1) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σηκάζω''': (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ [[κλείω]] ἐν αὐτῇ, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἐγκλείω]] εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», [[περικλείω]], σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4. | |lstext='''σηκάζω''': (σηκὸς) ὁδηγῶ εἰς μάνδρας καὶ [[κλείω]] ἐν αὐτῇ, [[ὅθεν]] [[καθόλου]], [[ἐγκλείω]] εἰς μάνδραν, «μανδρώνω», [[περικλείω]], σήκασθεν (ἀντὶ ἐσηκάσθησαν) κατὰ Ἴλιον, ἐκλείσθησαν, Ἰλ. Θ. 131· ἐν αὐλίῳ σηκασθέντες Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=enfermer dans un parc <i>ou</i> dans une étable, parquer.<br />'''Étymologie:''' [[σηκός]]. | |||
}} | }} |