Anonymous

ἑλκόω: Difference between revisions

From LSJ
6_20
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0799.png Seite 799]] Wunden, Geschwüre verursachen; χρῶτα Eur. Hec. 405; Hippocr. u. A.; übertr., ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν Eur. Alc. 878; οἴκους Suppl. 223, hast Unheil über das Haus gebracht. – Pass., eitern, schwären, Medic.; τὰ ἡλκωμένα μέρη τοῦ σώματος Plut. Phoc. 2; auch von Bäumen, Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0799.png Seite 799]] Wunden, Geschwüre verursachen; χρῶτα Eur. Hec. 405; Hippocr. u. A.; übertr., ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσεν Eur. Alc. 878; οἴκους Suppl. 223, hast Unheil über das Haus gebracht. – Pass., eitern, schwären, Medic.; τὰ ἡλκωμένα μέρη τοῦ σώματος Plut. Phoc. 2; auch von Bäumen, Theophr.
}}
{{ls
|lstext='''ἑλκόω''': πληγώνω, [[σπαράσσω]], Εὐρ. Ἑκ. 405· ἑλκ. ὄνυξιν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 44, 8. κτλ. - Παθ., [[αὐτόθι]] 10. 6, 8. 2) καθιστῶ τι ἑλκῶδες, ἑλκοῖ μὲν τὰ βλέφαρα Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15, κ. ἀλλ.· - Παθ., ἐπὶ προσώπων, [[ὑποφέρω]] ἐξ ἑλκωμάτων Κωμ. Ἀνών. 16. 8· - ἐπὶ ἑλκῶν, πυοῦμαι, «ὀμπυάζω», Ξεν. Ἱππ. 5, 1. ΙΙ. μεταφ., πληγώνω, προξενῶ βλάβην, ἔμνησας ὅ μου φρένας ἥλκωσε Εὐρ. Ἀλκ. 878.
}}
}}