3,274,159
edits
(13_7_1) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1109.png Seite 1109]] ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ [[παράβολος]] Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς [[ἀνήρ]] comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῦτα [[δαήμεναι]] Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, gutmüthig, nachgiebig, ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς 519; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck, Plat. Theaet. 184 b; flink, schnell, Plat. Polit. 266 c; πολεμικῆς χρείας Pol. 4, 8, 9; – [[ζῷον]] πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt, Arist. H. A. 8, 6; [[θάλασσα]] εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren, App. B. C. 2, 84. – Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell, καὶ εὐκόλως ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen, z. B. τὴν ὠχρότητα Rep. V, 474 e, wie ὀνείδη Dem. 3, 20; εὐχερέστερον προσδέξεσθαί τι Din. 1, 55; εὐχερῶς ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein zu Etwas, Arist. Eth. 8, 9; Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1109.png Seite 1109]] ές, mit Leichtigkeit, geschickt handhabend, bes. tadelnd; leichtsinnig, unbeständig, Dem. 21, 103; καὶ [[παράβολος]] Plut. Arist. 2; a. Sp.; so εὐχερὴς [[ἀνήρ]] comic. bei Ath. II, 55 d; – leicht zu handhaben, zu behandeln, übh. leicht, εὐχερές ἐστι ταῦτα [[δαήμεναι]] Batrach. 63; πάντα ταῦτ' ἐν εὐχερεῖ ἔθου, für etwas Leichtes erachten, d. i. verachten, Soph. Phil. 863; auch von Menschen, gutmüthig, nachgiebig, ὅρα σὺ μὴ νῦν μέν τις εὐχερὴς παρῇς 519; so oft tadelnd, τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων καὶ μὴ δι' ἀκριβείας ἐξεταζόμενον, die Nachlässigkeit im Ausdruck, Plat. Theaet. 184 b; flink, schnell, Plat. Polit. 266 c; πολεμικῆς χρείας Pol. 4, 8, 9; – [[ζῷον]] πρὸς πᾶσαν τροφὴν εὐχερέστατον, das sich leicht an jede Nahrung gewöhnt, Arist. H. A. 8, 6; [[θάλασσα]] εὐχ. μεγάλαις ναυσίν, leicht zu befahren, App. B. C. 2, 84. – Adv. εὐχερῶς, leicht, schnell, καὶ εὐκόλως ἐξέπιε Plat. Phaed. 117 c; εὐχερῶς φέρειν, gelassen ertragen, z. B. τὴν ὠχρότητα Rep. V, 474 e, wie ὀνείδη Dem. 3, 20; εὐχερέστερον προσδέξεσθαί τι Din. 1, 55; εὐχερῶς ἔχειν [[πρός]] τι, geneigt sein zu Etwas, Arist. Eth. 8, 9; Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὐχερής''': -ές, (χεὶρ) ὃν εὐκόλως χειρίζεταί τις, [[εὔκολος]], [[ἀκίνδυνος]], οἱ ἐν ὑστερικαῖς σπασμοὶ εὐχερεῖς Ἱππ. Προρρ. 77· [[βίος]] Πλάτ. Πολιτικ. 266C. Θάλασσα... μεγάλαις ναυσὶν οὐκ εὐχ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 84· εὐχερές ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Βατραχομ. 62· πάντα [[ταῦτα]] ἐν εὐχερεῖ ἔθου, «τὰ ἐπῆρες ἐλαφρά», δὲν ἔδωκες εἰς αὐτὰ προσοχήν, Σοφ. Φιλ. 875· τὸ εὐχερὲς τῶν ὀνομάτων, ὁ [[εὔκολος]] [[οὗτος]] [[τρόπος]] τῆς χρήσεως αὐτῶν, Πλάτ. Θεαίτ. 184C: - Ἐπίρρ. εὐχερῶς ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 117C, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ προσώπων, εὐκολοκυβέρνητος, [[ἐνδοτικός]], [[αὐτάρκης]], ὑποχωρῶν, [[ἀγαθός]], Σοφ. Φιλ. 519· [[οὕτως]]... εὐχ. ἀνὴρ Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 9. 8· εὐχ. θεὸν λέγεις Ἀριστοφῶν ἐν «Πυθαγοριστῇ», 4. 5· ἡ ὗς... εὐχερέστατον πρὸς πᾶσαν τροφὴν τῶν ζῴων ἐστίν, εὐκολωτάτη εἰς τὸ νὰ ἐσθίῃ παντὸς εἴδους τροφήν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8., 6, 2· - συχνὸν ἐν τῷ Ἐπιρρ., εὐχερῶς φέρειν Πλάτ. Πολ. 474Α· εὐχ. ἔχειν [[πρός]] τι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 4. 3· -έστερον Ξεν. Λακ. 2, 5· - Ὑπερθ. -έστατα Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 88. ΙΙ. [[ἐπιτήδειος]], [[ἱκανός]], [[ἄξιος]], καὶ τῆς τε πολεμικῆς χρείας, τῆς κατ’ ἄνδρα μὲν καὶ κατ’ ἰδίαν εὐχερεῖς καὶ πρακτικοὶ Πολύβ. 4. 8, 9. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ὡς τὸ [[ῥᾳδιουργός]], ὁ εὐκόλως καὶ [[ἀσυστόλως]] πράττων πᾶσαν ἀτιμίαν, Δημ. 557. 28, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 29, 5. - Ἐπίρρ. -ρῶς, ἀπερισκέπτως, ἀνοήτως, ὦ λέγων εὐχερῶς ὅ τι ἂν βουληθῇς Δημ. 248. 11, πρβλ. 315. 3· εὐχερῶς πως Πλάτ. Θεαίτ. 154Β· - Συγκρ. -έστερον Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 11. | |||
}} | }} |