Anonymous

κατακρύπτω: Difference between revisions

From LSJ
6_20
(13_6b)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] p. [[κακκρύπτω]], Hes. O. 469, Nic. bei Ath. II, 61 a, s. auch [[κατακρύφω]], als v. l. κατακρύβω, Her. 5, 92, Plut. Crass. 23, verheimlichen, <b class="b2">verbergen</b>, verhüllen; καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ Od. 9, 329, öfter; auch intrans., sich verbergen, εἰ δ' ἄρα τις καὶ [[μοῦνος]] ἰὼν ξύμβληται [[ὁδίτης]], [[οὔτι]] κατακρύπτουσιν 7, 205, vgl. ἄλλῳ δ' αὑτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε δέκτῃ, sich verstellend gab er sich das Aussehen einer andern Person, eines Bettlers, 4, 247; ἐν μεγάρῳ πλοῦτον Pind. N. 1, 36, vgl. Ol. 8, 79; [[ἄστυ]] πένθει δνοφερῷ κατέκρυψας Aesch. Pers. 528; ὑπὸ θύρην Her. 1, 12; ἐς κυψέλην 5, 92, 4; τὰ δὲ τῶν χειρόνων ἐν ἀποῤῥήτῳ καὶ ἀδήλῳ κατακρύψουσιν Plat. Rep. V, 460 c; Folgde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1357.png Seite 1357]] p. [[κακκρύπτω]], Hes. O. 469, Nic. bei Ath. II, 61 a, s. auch [[κατακρύφω]], als v. l. κατακρύβω, Her. 5, 92, Plut. Crass. 23, verheimlichen, <b class="b2">verbergen</b>, verhüllen; καὶ τὸ μὲν εὖ κατέθηκα κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ Od. 9, 329, öfter; auch intrans., sich verbergen, εἰ δ' ἄρα τις καὶ [[μοῦνος]] ἰὼν ξύμβληται [[ὁδίτης]], [[οὔτι]] κατακρύπτουσιν 7, 205, vgl. ἄλλῳ δ' αὑτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκε δέκτῃ, sich verstellend gab er sich das Aussehen einer andern Person, eines Bettlers, 4, 247; ἐν μεγάρῳ πλοῦτον Pind. N. 1, 36, vgl. Ol. 8, 79; [[ἄστυ]] πένθει δνοφερῷ κατέκρυψας Aesch. Pers. 528; ὑπὸ θύρην Her. 1, 12; ἐς κυψέλην 5, 92, 4; τὰ δὲ τῶν χειρόνων ἐν ἀποῤῥήτῳ καὶ ἀδήλῳ κατακρύψουσιν Plat. Rep. V, 460 c; Folgde.
}}
{{ls
|lstext='''κατακρύπτω''': ποιητ. μετοχ. κακκρύπτων, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 469· Παθ. ἀόρ. κατεκρύβην (ἴδε [[κρύπτω]]). Κρύπτω ἐντελῶς, [[κατακαλύπτω]], [[σκεπάζω]] τι [[ὥστε]] νὰ μὴ φαίνηται, μή τι κατακρύψειν Ἰλ. Χ. 120· τοὺς δ’ [[Ἀθήνη]] νυκτὶ κατακρύψασα… ἐξῆγε Ὀδ. Ψ. 372· κατακρύψας ὑπὸ κόπρῳ Ι. 329· ὑπὸ κόλπῳ Ο. 469· ὑπὸ τὴν θύρην Ἡρόδ. 1. 12· ἐς κυψέλην ὁ αὐτ. 5. 92, 4· εἰς τὴν γῆν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 3· ἐν μεγάρῳ πλοῦτον κ. Πινδ. Ν. 1. 45· ἐν ἀπορρήτῳ καὶ ἀδήλῳ Πλάτ. Πολ. 460C· μεταφορ., [[κόνις]] οὐ κατ. [[χάριν]], «καὶ τῶν τεθνεώτων ἐφικνεῖται» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 9. 104· ἄστυ… πένθει δνοφερῷ κρ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 536· ἄλλῳ δ’ αὐτὸν φωτὶ κατακρύπτων ἤϊσκεν Ὀδ. Δ. 247. ΙΙ. ἀπολ., [[ἀποκρύπτω]], [[κρύπτω]] ἐμαυτὸν ἢ τὴν ἀληθῆ μου φύσιν, [[οὔτι]] κατακρύπτουσιν, ἐπὶ τῶν θεῶν, δηλ. ἑαυτούς, Ὀδ. Η. 205.
}}
}}