Anonymous

μεταβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
6_13b
(13_7_3)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] (s. [[βάλλω]]), 1) umwerfen, schnell umdrehen; μετὰ νῶτα βαλών, als Tmesis, vom Fliehenden, der den Rücken schnell umgewandt hat, Il. 8, 94; übh. umwenden, ändern, χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι, Eur. Med. 121; φαεννὰς ἄστρων μεταβάλλει ὁδοὺς [[Ζεύς]], El. 728 u. öfter; auch μορφὴν ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν, Bacch. 54; u. μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους, andere Sitten angenommen habend, I. A. 348; vgl. Ar. Plut. 36, τοὺς τρόπους μεταβ., die Sitten ändern, u. μεταβάλλεσθαι τοὺς τρόπους, seine Sitten, sich in den Sitten ändern, Vesp. 1461; so auch im med. Soph., [[τίς]] οὖν ἂν ἀξίαν – μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων, El. 1253, das Stillschweigen mit der Rede vertauschen; τὸ [[οὔνομα]], den Namen ändern, Her. 1, 57, öfter; auch οἱ Βρίγες τὸ [[οὔνομα]] μετέβαλον εἰς Φρύγας, 7, 73, u, τὰς φυλὰς μετέβαλε ἐς ἄλλα ὀνόματα, d. i. er veränderte ihre Namen, 5, 68; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιον, steh zum Bessern umwandeln, Plat. Rep. II, 381 b; neben [[ἀλλοιόω]], ibd.; τοὺς νόμους u. ä. oft; auch μεταβάλλει παντοίας μεταβολάς, Legg. X, 903 d, öfter; auch so, daß nur der neue Zustand, in den Etwas umgeändert wird, ausgedrückt ist, [[εἶδος]] καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν, durch Umänderung eine neue Art herstellen, Rep. IV, 424 c, vgl. VII, 535 d; ἡ [[πόλις]] ἄλλον ἐξ [[ἄλλου]] μεταβάλλουσα τύραννον, Plut. Timol. 1. – Med. sich verändern, ἱμ άτια, seine Kleider wechseln, Xen. Mem. 1, 6, 6; μεταβαλλόμενος λέγεις, mit veränderter Ansicht sagst du, Plat. Gorg. 481 e; auch vom Waarenumtausch, Soph. 223 d Legg. VIII, 849 d; vgl. μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. Mem. 3, 7, 6. – Aber bei Xen. im Ggstz von προβάλλεσθαι ὅπλα, den Schild auf den Rücken werfen, wie man auf der Flucht thut, An. 6, 3, 16; auch τὸ [[δόρυ]] εἰς τοὔπισθεν μεταβαλλόμενον διώκειν, de re equ. 8, 10. – 2) häufig intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich umwenden, verändern, umschlagen, μετέβαλον εἰς εὐνομίην, Her. 1, 65, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, 8, 109; [[ὅταν]] ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι μεταβάλλῃ, Plat. Parm. 156 c; ἀναγκάσει μεταβάλλειν αὖ θἄτερον ἐπὶ [[τοὐναντίον]] τῆς [[αὑτοῦ]] φύσεως, Soph. 255 a; μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, Rep. VIII, 553 a, öfter; dah. das partic. oft durch »umgekehrt«, »dagegen« übersetzt werden kann, ὃς ἄν τινι ἡμῶν ᾡ φαίνεται καὶ ἔστι κακὰ μεταβάλλων ποιήσῃ ἀγαθὰ φαίνεσθαι καὶ εἶναι, Theaet. 166 d, vgl. Conv. 204 e; ἐκ τούτου μεταβαλὼν εἶπε, Xen. Hell. 4, . 3, 13. So übertr. od. absol. auch Isocr. 4, 125, τοσοῦτον μεταβεβλήκασι; Folgde; μεταβάλλει καὶ μεθίσταται τὰ κατὰ τὰς πολιτείας, Pol. 6, 9, 10; ἅμα τῷ τὴν ὥραν μεταβάλλειν, 3, 78, 6; a. Sp. – Auch sc. χώραν, wegziehen, von den Zugvögeln, μεταβάλλουσι γὰρ ἐκ τῶν Σκυθικῶν εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου, Arist. H. A. 8, 12 u. A.; von den Ueberläufern, oft Plut.; – μεταβάλλειν τὴν τροφήν, die Speise verändern, d. i. verdauen, sp. Medic.; vgl. Plut. de cap. ex host. util. i. A. p. 271.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0144.png Seite 144]] (s. [[βάλλω]]), 1) umwerfen, schnell umdrehen; μετὰ νῶτα βαλών, als Tmesis, vom Fliehenden, der den Rücken schnell umgewandt hat, Il. 8, 94; übh. umwenden, ändern, χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι, Eur. Med. 121; φαεννὰς ἄστρων μεταβάλλει ὁδοὺς [[Ζεύς]], El. 728 u. öfter; auch μορφὴν ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν, Bacch. 54; u. μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους, andere Sitten angenommen habend, I. A. 348; vgl. Ar. Plut. 36, τοὺς τρόπους μεταβ., die Sitten ändern, u. μεταβάλλεσθαι τοὺς τρόπους, seine Sitten, sich in den Sitten ändern, Vesp. 1461; so auch im med. Soph., [[τίς]] οὖν ἂν ἀξίαν – μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων, El. 1253, das Stillschweigen mit der Rede vertauschen; τὸ [[οὔνομα]], den Namen ändern, Her. 1, 57, öfter; auch οἱ Βρίγες τὸ [[οὔνομα]] μετέβαλον εἰς Φρύγας, 7, 73, u, τὰς φυλὰς μετέβαλε ἐς ἄλλα ὀνόματα, d. i. er veränderte ihre Namen, 5, 68; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιον, steh zum Bessern umwandeln, Plat. Rep. II, 381 b; neben [[ἀλλοιόω]], ibd.; τοὺς νόμους u. ä. oft; auch μεταβάλλει παντοίας μεταβολάς, Legg. X, 903 d, öfter; auch so, daß nur der neue Zustand, in den Etwas umgeändert wird, ausgedrückt ist, [[εἶδος]] καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν, durch Umänderung eine neue Art herstellen, Rep. IV, 424 c, vgl. VII, 535 d; ἡ [[πόλις]] ἄλλον ἐξ [[ἄλλου]] μεταβάλλουσα τύραννον, Plut. Timol. 1. – Med. sich verändern, ἱμ άτια, seine Kleider wechseln, Xen. Mem. 1, 6, 6; μεταβαλλόμενος λέγεις, mit veränderter Ansicht sagst du, Plat. Gorg. 481 e; auch vom Waarenumtausch, Soph. 223 d Legg. VIII, 849 d; vgl. μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. Mem. 3, 7, 6. – Aber bei Xen. im Ggstz von προβάλλεσθαι ὅπλα, den Schild auf den Rücken werfen, wie man auf der Flucht thut, An. 6, 3, 16; auch τὸ [[δόρυ]] εἰς τοὔπισθεν μεταβαλλόμενον διώκειν, de re equ. 8, 10. – 2) häufig intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich umwenden, verändern, umschlagen, μετέβαλον εἰς εὐνομίην, Her. 1, 65, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, 8, 109; [[ὅταν]] ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσθαι μεταβάλλῃ, Plat. Parm. 156 c; ἀναγκάσει μεταβάλλειν αὖ θἄτερον ἐπὶ [[τοὐναντίον]] τῆς [[αὑτοῦ]] φύσεως, Soph. 255 a; μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, Rep. VIII, 553 a, öfter; dah. das partic. oft durch »umgekehrt«, »dagegen« übersetzt werden kann, ὃς ἄν τινι ἡμῶν ᾡ φαίνεται καὶ ἔστι κακὰ μεταβάλλων ποιήσῃ ἀγαθὰ φαίνεσθαι καὶ εἶναι, Theaet. 166 d, vgl. Conv. 204 e; ἐκ τούτου μεταβαλὼν εἶπε, Xen. Hell. 4, . 3, 13. So übertr. od. absol. auch Isocr. 4, 125, τοσοῦτον μεταβεβλήκασι; Folgde; μεταβάλλει καὶ μεθίσταται τὰ κατὰ τὰς πολιτείας, Pol. 6, 9, 10; ἅμα τῷ τὴν ὥραν μεταβάλλειν, 3, 78, 6; a. Sp. – Auch sc. χώραν, wegziehen, von den Zugvögeln, μεταβάλλουσι γὰρ ἐκ τῶν Σκυθικῶν εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου, Arist. H. A. 8, 12 u. A.; von den Ueberläufern, oft Plut.; – μεταβάλλειν τὴν τροφήν, die Speise verändern, d. i. verdauen, sp. Medic.; vgl. Plut. de cap. ex host. util. i. A. p. 271.
}}
{{ls
|lstext='''μεταβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. μετέβαλον. Στρέφω τι [[ταχέως]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τμήσει, [[μετὰ]] νῶτα βαλὼν Ἰλ. Θ. 94 (ὅρα κατωτ. Μέσ.)· χαλεπῶς μ. [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 204· μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· μεταβάλλειν τὴν γῆν, ἀναστρέφειν, ἀροτριᾶν, Λατ. novare, Ξεν. Οἰκ. 16, 15. II. [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], μ. τὸ [[οὔνομα]] Ἡρόδ. 1. 57· τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4· οἱ Bρίγες τὸ [[οὔνομα]] μετέβαλον ἐς Φρύγας Ἡρόδ. 7. 73· [[ὡσαύτως]], [[μεταβάλλω]] ἄλλου τινὸς τὸ [[ὄνομα]], τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα ὁ αὐτ. 5. 68, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 54· μ. μορφήν τινος ἔς τι [[αὐτόθι]] 54· τινὰ ἐπὶ κακὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 723· εἰς τὸ βέλτιον Πλάτ. Νόμ. 381Α· - μ. δίαιταν, [[μεταβάλλω]] δίαιταν ἢ τρόπον ζωῆς, Θουκ. 2. 16, πρβλ. Foës Oecon. Hipp.· οὕτω, μ. ὕδατα, [[πίνω]] [[ὕδωρ]] διάφορον, [[ἄλλο]], Ἡρόδ. 8. 117· - ὀργὴν [[μεταβάλλω]], «ξεθυμώνω», χαλεπῶς [[ὀργὰς]] μεταβάλλουσι (δηλ. οἱ τύραννοι) Εὐρ. Μήδ. 121· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 36, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1. 7· μ. τὸ [[ἔθος]] Θουκ. 1. 123· [[τάχα]] ἂν τὴν εὔνοιαν... μεταβάλοιτε, δηλ. τῇ τῶν πραγμάτων μεταβολῇ ἀποβάλοιτε, 1. 77· μ. χώραν ἐκ χώρας, ὡς τὸ [[μεταλλάσσω]] 1. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· - [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ. σημαίνοντος μεταβολήν, μεταβαλὼν (μεταλαβὼν Cobet V. L. σελ. 572) ἄλλους τρόπους, παραδεξάμενος ἄλλους τρόπους, Εὐρ. Ι. Α. 343· μ. ἄλλας γραφὰς [[αὐτόθι]] 363· μ. κοινὸν [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 424C· ἐμαυτὸν ἄνω [[κάτω]] μετέβαλον ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96Β· ἄνω καὶ [[κάτω]] τὰς δόξας μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508D· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[αὐτόθι]] 404Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, τροποποιοῦμαι, [[μεταβάλλω]] τὴν κατάστασίν μου, Ἡρόδ. 7. 170· μ. ἐς εὐνομίην ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 13· μ. ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν Πλάτ. Πολ. 553Α, κλ.· μ. ἐπὶ [[τοὐναντίον]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 270D· εἰς ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 9, πρβλ. 5. 1, 1, πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 1· - [[μετὰ]] γεν. πράγμ., καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι, νέαι δυστυχίαι ἐπερχόμεναι εἰς τὸν τόπον ἡμῶν διάδοχοι τῶν [[ἀρτίως]] ἐπελθουσῶν, Εὐρ. Τρῳ. 1118. 3) [[μεταβάλλω]] διεύθυνσιν καὶ τρόπον, μεταστρέφομαι, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, ἀλλάξας σχέδιον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, Ἡρόδ. 8. 109· - ἡ μετοχ. μεταβάλλων ἢ μεταβαλὼν κεῖται [[ὡσαύτως]] ἀπολ., καὶ μεταβαλόντες ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας, καὶ ἀλλάξαντες [[ὄνομα]] [[ἀντί]]..., ὁ αὐτ. 7. 170· ᾔνεσ’ οὕνεκ’ εὐλογεῖς θεὸν μεταβαλοῦσ’, ἀλλάξασα [[φρόνημα]], Εὐρ. Ἴων 1614, Πλάτ. Συμπ. 204Ε, Θεαίτ. 166D, Γοργ. 480Ε. Β. Μέσ., [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, ἀλλὰ τοῦτο [[μᾶλλον]] κατὰ τύχην ἢ ἐπίτηδες ([[ὅπερ]] συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ [[μεταλαμβάνω]]), Stallb. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α· μ. ἱμάτια, ἀλλάσσειν τὰ ἐνδύματα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 6· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Σφ. 461, κτλ. 2) [[ἀνταλλάσσω]] τι πρὸς [[ἄλλο]], τίς μεταβάλοιτ’ ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; τὴν σιγὴν ἀντὶ τῶν λόγων, Σοφ. Ἠλ. 1261· ― [[ἀνταλλάσσω]], [[ἐμπορεύομαι]], Πλάτ. Νόμ. 849D, Σοφ. 223D· μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6· πρβλ. [[μεταβολεύς]]. ΙΙ. στρέφομαι, μεταστρέφομαι, ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 481Ε, πρβλ. Δείναρχ. 91. 18· ἰδίως, 2) [[μεταβάλλω]] τὸν σκοπόν μου, Ἡρόδ. 5. 75· [[μεταβάλλω]] μερίδα, Θουκ. 1. 71., 8. 90. 3) [[στρέφω]] τὰ νῶτα, μεταστρέφομαι, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· [[ὡσαύτως]], μ. εἰς [[τοὔπισθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 10· (ἀλλ’ ἐν Ἀν. 6. 5, 19, πιθανῶς [[νοητέον]] ὅπλα ἐκ τοῦ προηγουμένου κώλου, ― [[μεταστρέφω]] τὴν ἀσπίδα μου, δηλ. [[ῥίπτω]] αὐτὴν εἰς τὸν ὦμον μου, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 8). 4) στρέφομαι ἀπό τινος πρὸς ἕτερον, Αἰσχίν. 83. 31.
}}
}}