3,270,822
edits
(6_13b) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. μετέβαλον. Στρέφω τι [[ταχέως]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τμήσει, [[μετὰ]] νῶτα βαλὼν Ἰλ. Θ. 94 (ὅρα κατωτ. Μέσ.)· χαλεπῶς μ. [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 204· μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· μεταβάλλειν τὴν γῆν, ἀναστρέφειν, ἀροτριᾶν, Λατ. novare, Ξεν. Οἰκ. 16, 15. II. [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], μ. τὸ [[οὔνομα]] Ἡρόδ. 1. 57· τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4· οἱ Bρίγες τὸ [[οὔνομα]] μετέβαλον ἐς Φρύγας Ἡρόδ. 7. 73· [[ὡσαύτως]], [[μεταβάλλω]] ἄλλου τινὸς τὸ [[ὄνομα]], τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα ὁ αὐτ. 5. 68, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 54· μ. μορφήν τινος ἔς τι [[αὐτόθι]] 54· τινὰ ἐπὶ κακὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 723· εἰς τὸ βέλτιον Πλάτ. Νόμ. 381Α· - μ. δίαιταν, [[μεταβάλλω]] δίαιταν ἢ τρόπον ζωῆς, Θουκ. 2. 16, πρβλ. Foës Oecon. Hipp.· οὕτω, μ. ὕδατα, [[πίνω]] [[ὕδωρ]] διάφορον, [[ἄλλο]], Ἡρόδ. 8. 117· - ὀργὴν [[μεταβάλλω]], «ξεθυμώνω», χαλεπῶς [[ὀργὰς]] μεταβάλλουσι (δηλ. οἱ τύραννοι) Εὐρ. Μήδ. 121· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 36, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1. 7· μ. τὸ [[ἔθος]] Θουκ. 1. 123· [[τάχα]] ἂν τὴν εὔνοιαν... μεταβάλοιτε, δηλ. τῇ τῶν πραγμάτων μεταβολῇ ἀποβάλοιτε, 1. 77· μ. χώραν ἐκ χώρας, ὡς τὸ [[μεταλλάσσω]] 1. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· - [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ. σημαίνοντος μεταβολήν, μεταβαλὼν (μεταλαβὼν Cobet V. L. σελ. 572) ἄλλους τρόπους, παραδεξάμενος ἄλλους τρόπους, Εὐρ. Ι. Α. 343· μ. ἄλλας γραφὰς [[αὐτόθι]] 363· μ. κοινὸν [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 424C· ἐμαυτὸν ἄνω [[κάτω]] μετέβαλον ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96Β· ἄνω καὶ [[κάτω]] τὰς δόξας μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508D· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[αὐτόθι]] 404Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, τροποποιοῦμαι, [[μεταβάλλω]] τὴν κατάστασίν μου, Ἡρόδ. 7. 170· μ. ἐς εὐνομίην ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 13· μ. ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν Πλάτ. Πολ. 553Α, κλ.· μ. ἐπὶ [[τοὐναντίον]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 270D· εἰς ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 9, πρβλ. 5. 1, 1, πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 1· - [[μετὰ]] γεν. πράγμ., καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι, νέαι δυστυχίαι ἐπερχόμεναι εἰς τὸν τόπον ἡμῶν διάδοχοι τῶν [[ἀρτίως]] ἐπελθουσῶν, Εὐρ. Τρῳ. 1118. 3) [[μεταβάλλω]] διεύθυνσιν καὶ τρόπον, μεταστρέφομαι, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, ἀλλάξας σχέδιον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, Ἡρόδ. 8. 109· - ἡ μετοχ. μεταβάλλων ἢ μεταβαλὼν κεῖται [[ὡσαύτως]] ἀπολ., καὶ μεταβαλόντες ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας, καὶ ἀλλάξαντες [[ὄνομα]] [[ἀντί]]..., ὁ αὐτ. 7. 170· ᾔνεσ’ οὕνεκ’ εὐλογεῖς θεὸν μεταβαλοῦσ’, ἀλλάξασα [[φρόνημα]], Εὐρ. Ἴων 1614, Πλάτ. Συμπ. 204Ε, Θεαίτ. 166D, Γοργ. 480Ε. Β. Μέσ., [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, ἀλλὰ τοῦτο [[μᾶλλον]] κατὰ τύχην ἢ ἐπίτηδες ([[ὅπερ]] συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ [[μεταλαμβάνω]]), Stallb. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α· μ. ἱμάτια, ἀλλάσσειν τὰ ἐνδύματα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 6· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Σφ. 461, κτλ. 2) [[ἀνταλλάσσω]] τι πρὸς [[ἄλλο]], τίς μεταβάλοιτ’ ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; τὴν σιγὴν ἀντὶ τῶν λόγων, Σοφ. Ἠλ. 1261· ― [[ἀνταλλάσσω]], [[ἐμπορεύομαι]], Πλάτ. Νόμ. 849D, Σοφ. 223D· μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6· πρβλ. [[μεταβολεύς]]. ΙΙ. στρέφομαι, μεταστρέφομαι, ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 481Ε, πρβλ. Δείναρχ. 91. 18· ἰδίως, 2) [[μεταβάλλω]] τὸν σκοπόν μου, Ἡρόδ. 5. 75· [[μεταβάλλω]] μερίδα, Θουκ. 1. 71., 8. 90. 3) [[στρέφω]] τὰ νῶτα, μεταστρέφομαι, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· [[ὡσαύτως]], μ. εἰς [[τοὔπισθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 10· (ἀλλ’ ἐν Ἀν. 6. 5, 19, πιθανῶς [[νοητέον]] ὅπλα ἐκ τοῦ προηγουμένου κώλου, ― [[μεταστρέφω]] τὴν ἀσπίδα μου, δηλ. [[ῥίπτω]] αὐτὴν εἰς τὸν ὦμον μου, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 8). 4) στρέφομαι ἀπό τινος πρὸς ἕτερον, Αἰσχίν. 83. 31. | |lstext='''μεταβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόρ. μετέβαλον. Στρέφω τι [[ταχέως]], παρ’ Ὁμ. μόνον [[ἅπαξ]] ἐν τμήσει, [[μετὰ]] νῶτα βαλὼν Ἰλ. Θ. 94 (ὅρα κατωτ. Μέσ.)· χαλεπῶς μ. [[δέμας]] Εὐρ. Ἱππ. 204· μ. [[θοἰμάτιον]] ἐπὶ δεξιὰν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1568· μεταβάλλειν τὴν γῆν, ἀναστρέφειν, ἀροτριᾶν, Λατ. novare, Ξεν. Οἰκ. 16, 15. II. [[μεταβάλλω]], [[ἀλλάσσω]], μ. τὸ [[οὔνομα]] Ἡρόδ. 1. 57· τὴν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 5, 4· οἱ Bρίγες τὸ [[οὔνομα]] μετέβαλον ἐς Φρύγας Ἡρόδ. 7. 73· [[ὡσαύτως]], [[μεταβάλλω]] ἄλλου τινὸς τὸ [[ὄνομα]], τὰς φυλὰς μετέβαλε [ὁ Κλεισθένης] ἐς ἄλλα οὐνόματα ὁ αὐτ. 5. 68, πρβλ. Εὐρ. Βάκχ. 54· μ. μορφήν τινος ἔς τι [[αὐτόθι]] 54· τινὰ ἐπὶ κακὸν Ἀριστοφ. Θεσμ. 723· εἰς τὸ βέλτιον Πλάτ. Νόμ. 381Α· - μ. δίαιταν, [[μεταβάλλω]] δίαιταν ἢ τρόπον ζωῆς, Θουκ. 2. 16, πρβλ. Foës Oecon. Hipp.· οὕτω, μ. ὕδατα, [[πίνω]] [[ὕδωρ]] διάφορον, [[ἄλλο]], Ἡρόδ. 8. 117· - ὀργὴν [[μεταβάλλω]], «ξεθυμώνω», χαλεπῶς [[ὀργὰς]] μεταβάλλουσι (δηλ. οἱ τύραννοι) Εὐρ. Μήδ. 121· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Πλ. 36, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 1. 7· μ. τὸ [[ἔθος]] Θουκ. 1. 123· [[τάχα]] ἂν τὴν εὔνοιαν... μεταβάλοιτε, δηλ. τῇ τῶν πραγμάτων μεταβολῇ ἀποβάλοιτε, 1. 77· μ. χώραν ἐκ χώρας, ὡς τὸ [[μεταλλάσσω]] 1. 2, Πλάτ. Θεαίτ. 181C· - [[συχνάκις]] μετ’ ἐπιθ. σημαίνοντος μεταβολήν, μεταβαλὼν (μεταλαβὼν Cobet V. L. σελ. 572) ἄλλους τρόπους, παραδεξάμενος ἄλλους τρόπους, Εὐρ. Ι. Α. 343· μ. ἄλλας γραφὰς [[αὐτόθι]] 363· μ. κοινὸν [[εἶδος]] Πλάτ. Πολ. 424C· ἐμαυτὸν ἄνω [[κάτω]] μετέβαλον ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 96Β· ἄνω καὶ [[κάτω]] τὰς δόξας μ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508D· - [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., [[αὐτόθι]] 404Α. 2) ἀμετάβ., ὑφίσταμαι μεταβολήν, τροποποιοῦμαι, [[μεταβάλλω]] τὴν κατάστασίν μου, Ἡρόδ. 7. 170· μ. ἐς εὐνομίην ὁ αὐτ. 1. 65, πρβλ. Ἀντιφῶντα 120. 13· μ. ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν Πλάτ. Πολ. 553Α, κλ.· μ. ἐπὶ [[τοὐναντίον]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 270D· εἰς ἑτέραν πολιτείαν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 3, 9, πρβλ. 5. 1, 1, πρβλ. μεταβολὴ ΙΙ. 1· - [[μετὰ]] γεν. πράγμ., καιναὶ καινῶν μεταβάλλουσαι χθονὶ συντυχίαι, νέαι δυστυχίαι ἐπερχόμεναι εἰς τὸν τόπον ἡμῶν διάδοχοι τῶν [[ἀρτίως]] ἐπελθουσῶν, Εὐρ. Τρῳ. 1118. 3) [[μεταβάλλω]] διεύθυνσιν καὶ τρόπον, μεταστρέφομαι, μεταβαλὼν πρὸς Ἀθηναίους, ἀλλάξας σχέδιον καὶ στραφεὶς πρὸς τοὺς Ἀθηναίους, Ἡρόδ. 8. 109· - ἡ μετοχ. μεταβάλλων ἢ μεταβαλὼν κεῖται [[ὡσαύτως]] ἀπολ., καὶ μεταβαλόντες ἀντὶ Κρητῶν γενέσθαι Ἰήπυγας, καὶ ἀλλάξαντες [[ὄνομα]] [[ἀντί]]..., ὁ αὐτ. 7. 170· ᾔνεσ’ οὕνεκ’ εὐλογεῖς θεὸν μεταβαλοῦσ’, ἀλλάξασα [[φρόνημα]], Εὐρ. Ἴων 1614, Πλάτ. Συμπ. 204Ε, Θεαίτ. 166D, Γοργ. 480Ε. Β. Μέσ., [[μεταβάλλω]], τροποποιῶ ὅ,τι ἀνήκει εἰς ἐμέ, ἀλλὰ τοῦτο [[μᾶλλον]] κατὰ τύχην ἢ ἐπίτηδες ([[ὅπερ]] συνηθέστερον ἐκφέρεται διὰ τοῦ [[μεταλαμβάνω]]), Stallb. εἰς Πλάτ. Φαῖδρ. 241Α· μ. ἱμάτια, ἀλλάσσειν τὰ ἐνδύματα Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 6· μ. τοὺς τρόπους Ἀριστοφ. Σφ. 461, κτλ. 2) [[ἀνταλλάσσω]] τι πρὸς [[ἄλλο]], τίς μεταβάλοιτ’ ἂν ὧδε σιγὰν λόγων; τὴν σιγὴν ἀντὶ τῶν λόγων, Σοφ. Ἠλ. 1261· ― [[ἀνταλλάσσω]], [[ἐμπορεύομαι]], Πλάτ. Νόμ. 849D, Σοφ. 223D· μ. ἐν τῇ ἀγορᾷ Ξεν. Ἀπομν. 3. 7, 6· πρβλ. [[μεταβολεύς]]. ΙΙ. στρέφομαι, μεταστρέφομαι, ἄνω καὶ [[κάτω]] Πλάτ. Γοργ. 481Ε, πρβλ. Δείναρχ. 91. 18· ἰδίως, 2) [[μεταβάλλω]] τὸν σκοπόν μου, Ἡρόδ. 5. 75· [[μεταβάλλω]] μερίδα, Θουκ. 1. 71., 8. 90. 3) [[στρέφω]] τὰ νῶτα, μεταστρέφομαι, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 7. 5, 6· [[ὡσαύτως]], μ. εἰς [[τοὔπισθεν]] ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 8. 10· (ἀλλ’ ἐν Ἀν. 6. 5, 19, πιθανῶς [[νοητέον]] ὅπλα ἐκ τοῦ προηγουμένου κώλου, ― [[μεταστρέφω]] τὴν ἀσπίδα μου, δηλ. [[ῥίπτω]] αὐτὴν εἰς τὸν ὦμον μου, πρβλ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 8). 4) στρέφομαι ἀπό τινος πρὸς ἕτερον, Αἰσχίν. 83. 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> μεταβαλῶ, <i>ao.2</i> μετέβαλον, <i>etc.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> tourner d’un autre côté, retourner : [[δέμας]] EUR tourner son corps, changer de position ; τὴν γῆν XÉN retourner la terre, labourer ; <i>fig.</i> changer, transformer : τὸ [[οὔνομα]] changer de nom;<br /><b>2</b> prendre en se transformant : ἄλλους τρόπους EUR prendre d’autres mœurs;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> changer, se transformer : [[ἐξ]] ὀλιγαρχίας [[εἰς]] δημοκρατίαν PLAT passer de l’oligarchie à la démocratie;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> changer d’opinion : [[πρός]] τινα passer dans le camp, dans le parti de qqn;<br /><i><b>Moy.</b></i> μεταβάλλομαι (<i>f.</i> μεταβαλοῦμαι, <i>etc.</i>);<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> changer de place : τὰ ὅπλα XÉN changer ses armes de position, <i>càd</i> jeter son bouclier sur son dos;<br /><b>2</b> changer pour soi <i>ou</i> sur soi : τὰ ἱμάτια XÉN changer de vêtements ; [[τί]] τινος changer une chose pour une autre;<br /><b>3</b> échanger, négocier, trafiquer : [[ἐν]] [[τῇ]] ἀγορᾷ XÉN vendre au marché;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> <i>t. milit.</i> faire un mouvement de conversion;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> se transformer, changer : [[ἀπό]] τινος [[πρός]] τινα passer d’un camp, d’un parti dans un autre ; <i>abs.</i> changer d’opinion.<br />'''Étymologie:''' [[μετά]], [[βάλλω]]. | |||
}} | }} |