Anonymous

ἐφικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_7_2)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1119.png Seite 1119]] (s. [[ἱκνέομαι]]), hingelangen, hinkommen an ein Ziel, erreichen, treffen; ἅμα [[ἀλλήλων]] ἐφίκοντο, sie trafen Einer den Andern, Il. 13, 615; εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pind. I. 4, 17; εὖ [[μάλα]] μου ἐφικέσθαι πειράσεται Plat. Hipp. mai. 292 a; übertr., καθ' ὅσον δυνατὸν ἐφικνεῖσθαι τῆς φύσεως [[αὐτοῦ]], in der Darstellung erreichen, angemessen darstellen, Tim. 51 b; ähnl. νῦν οὐκ ἐφικνοῦμαι τοῦ μεγέθους αὐτῶν Isocr. 4, 187; περὶ πραγμάτων λέγειν ὧν οὐδ' ἂν εἷς ἀξίως ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο Dem. 14, 1, vgl. 19, 65; c. acc., ὃς τά τε ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἄριστα καὶ ἀληθέστατα, du stelltest das Uebrige sehr gut u. richtig dar, Her. 7, 9, wie auch wir sagen: du hast es gut getroffen; ähnl. Pol. ὁ γράφων ἐξαριθμούμενος οὐκ ἂν ἐφίκοιτο, 1, 57, 3. Auch τῆς ἀρετῆς, Isocr. 1, 5, wie τῆς ἀνδραγαθίας Aesch. 3, 189, die Tugend erreichen, eben so tugendhaft sein; so folgt bei Dem. 20, 28 auf οἱ μὲν ἐλάττω κεκτημένοι τῆς τριηραρχίας – οἱ δ' ἐφικνούμενοι τοῦ τριηραρχεῖν, die das Vermögen erreichen zu einer Trierarchie, Trierarchen sein können; vgl. μετρίων εὐεργεσιῶν ἐφικέσθαι 20, 122, dem Staate Wohlthaten erzeigen können; Sp., πῶς ἐφικνοῦνται αἱ Μοῖραι τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν τοσούτων ἐς τὸ λεπτότατον, wie erstreckt sich die Sorge der Parzen so bis aufs Kleinste, Luc. Iup. conf. 19. – Im eigtl. Sinne τὰ βέλη ἐφικνεῖται πρὸς τὸν σκοπόν Luc. Nigr. 36; τοῖς ἐγχειριδίοις τῶν πολεμίων Plut.; von der Stimme, ὡς οὐκ ἦν φθεγγόμενον ἐφικέσθαι Tib. Gracch. 18; ἐφῖκτο πάντων, ist überall hingedrungen, Dem. 25, 101; – c. acc., τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι [[πληγάς]], es sollten ihn 300 Peitschenhiebe treffen, Her. 7, 35. – Auch ἐφικέσθαι μὲν ἐπὶ τοσαύτην γῆν, über so viel Land hingekommen sein, reichen, Xen. Cyr. 1, 1, 5; ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων [[μνήμη]] ἐφικνεῖται, so weit es reicht, 5, 5, 8; ähnlich ὅσον ὁ [[ἥλιος]] ἐφικνεῖται, so weit die Sonne kommt, die Sonnenwärme reicht, Theophr., der es auch von Pflanzen für "fortkommen, gedeihen" braucht, wie App. Mithr. 111 vom Gifte, es wirkt.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1119.png Seite 1119]] (s. [[ἱκνέομαι]]), hingelangen, hinkommen an ein Ziel, erreichen, treffen; ἅμα [[ἀλλήλων]] ἐφίκοντο, sie trafen Einer den Andern, Il. 13, 615; εἴ σε μοῖρ' ἐφίκοιτο Pind. I. 4, 17; εὖ [[μάλα]] μου ἐφικέσθαι πειράσεται Plat. Hipp. mai. 292 a; übertr., καθ' ὅσον δυνατὸν ἐφικνεῖσθαι τῆς φύσεως [[αὐτοῦ]], in der Darstellung erreichen, angemessen darstellen, Tim. 51 b; ähnl. νῦν οὐκ ἐφικνοῦμαι τοῦ μεγέθους αὐτῶν Isocr. 4, 187; περὶ πραγμάτων λέγειν ὧν οὐδ' ἂν εἷς ἀξίως ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο Dem. 14, 1, vgl. 19, 65; c. acc., ὃς τά τε ἄλλα λέγων ἐπίκεο ἄριστα καὶ ἀληθέστατα, du stelltest das Uebrige sehr gut u. richtig dar, Her. 7, 9, wie auch wir sagen: du hast es gut getroffen; ähnl. Pol. ὁ γράφων ἐξαριθμούμενος οὐκ ἂν ἐφίκοιτο, 1, 57, 3. Auch τῆς ἀρετῆς, Isocr. 1, 5, wie τῆς ἀνδραγαθίας Aesch. 3, 189, die Tugend erreichen, eben so tugendhaft sein; so folgt bei Dem. 20, 28 auf οἱ μὲν ἐλάττω κεκτημένοι τῆς τριηραρχίας – οἱ δ' ἐφικνούμενοι τοῦ τριηραρχεῖν, die das Vermögen erreichen zu einer Trierarchie, Trierarchen sein können; vgl. μετρίων εὐεργεσιῶν ἐφικέσθαι 20, 122, dem Staate Wohlthaten erzeigen können; Sp., πῶς ἐφικνοῦνται αἱ Μοῖραι τῇ ἐπιμελείᾳ τῶν τοσούτων ἐς τὸ λεπτότατον, wie erstreckt sich die Sorge der Parzen so bis aufs Kleinste, Luc. Iup. conf. 19. – Im eigtl. Sinne τὰ βέλη ἐφικνεῖται πρὸς τὸν σκοπόν Luc. Nigr. 36; τοῖς ἐγχειριδίοις τῶν πολεμίων Plut.; von der Stimme, ὡς οὐκ ἦν φθεγγόμενον ἐφικέσθαι Tib. Gracch. 18; ἐφῖκτο πάντων, ist überall hingedrungen, Dem. 25, 101; – c. acc., τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι [[πληγάς]], es sollten ihn 300 Peitschenhiebe treffen, Her. 7, 35. – Auch ἐφικέσθαι μὲν ἐπὶ τοσαύτην γῆν, über so viel Land hingekommen sein, reichen, Xen. Cyr. 1, 1, 5; ἐφ' ὅσον ἀνθρώπων [[μνήμη]] ἐφικνεῖται, so weit es reicht, 5, 5, 8; ähnlich ὅσον ὁ [[ἥλιος]] ἐφικνεῖται, so weit die Sonne kommt, die Sonnenwärme reicht, Theophr., der es auch von Pflanzen für "fortkommen, gedeihen" braucht, wie App. Mithr. 111 vom Gifte, es wirkt.
}}
{{ls
|lstext='''ἐφικνέομαι''': Ἰων. ἐπικνέομαι: μέλλ. ἐφίξομαι: ἀόρ. ἐφῑκόμην: Ἀποθ. Ι. [[φθάνω]] τινά, [[σκοπεύω]] [[πρός]] τινα, [[μετὰ]] γεν. ἐπὶ δύο ἀντιπάλων μαχητῶν. ἅμα δ’ [[ἀλλήλων]] ἐφίκοντο, δηλ. κατ’ [[ἀλλήλων]], Ἰλ. Ν. 613· [[ἁπλῶς]] [[φθάνω]] ἢ κτυπῶ διὰ ῥάβδου, εὖ [[μάλα]] μου ἐφικέσθαι πειράσεται Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 292Α· τῶν ἄλλων ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Ἰσοκρ. 280Β, πρβλ. Δημ. 800. 70, Πλούτ. 2. 267C, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην [[αὐτόσε]] Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 20· τὰ βέλη ἐφ. [[ἄχρι]] πρὸς τὸν σκοπὸν Λουκ. Νιγρ. 36. 2) [[φθάνω]] ἢ ἐκτείνομαι, ὅσον ὁ [[ἥλιος]] ἐφ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἐφ’ ὅσον ἀνθρώπων [[μνήμη]] ἐφ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 8· ἐδυνάσθη ἐφικέσθαι ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] φόβῳ, ἠδυνήθη νὰ ἐπεκτείνῃ τὸ [[κράτος]] [[αὐτοῦ]] ἐπὶ τοσαύτην ἔκτασιν χωρῶν δυνάμει τοῦ φόβου ὃν ἐνέπνεεν, [[αὐτόθι]] 1. 1, 5· ἐφ. ἐς τὸ λεπτότατον Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 19· [[ὅπου]] μὴ ἐφ. ἡ λεοντῆ, [[προσραπτέον]]… τὴν ἀλωπεκῆν Πλούτ. 2. 190Ε· [[μετὰ]] μετοχ., ἐφ. φθεγγόμενον ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 18· ἐφ. βλέποντα [[μέχρι]] τινὸς Δίων Χρυσ. 2. 321. 3) μεταφ., [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]] εἴς τι, [[περιγράφω]], Λατ. rem acu tangere, [[ὅλως]] δὲ οὐδ’ ἂν εἷς ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο τῶν [[ἐκεῖ]] κακῶν Δημ. 361. 25· ἐφ. ἀριθμούμενος Πολύβ. 1. 57, 3: - οὕτω καὶ [[μετὰ]] προθ., ἐς τὰ ἄλλω λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Ἡρόδ. 7. 9. 4) [[φθάνω]] εἴς τι, [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] [[αὐτοῦ]], ὅσοι γὰρ τοῦ βίου ταύτην τὴν ὁδὸν ἐπορεύθησαν, οὗτοι μόνοι τῆς ἀρετῆς ἐφικέσθαι γνησίως ἠδυνήθησαν Ἰσοκρ. 1. 5· ἀλλ’ ἐφικόμενος τῆς ἀνδραγαθίας Αἰσχίν. 81. 10· [[φθάνω]] εἰς βαθμὸν νά…, οἱ δὲ ἐφικνούμενοι τοῦ τριηραρχεῖν Δημ. 465. 24, πρβλ. 494. 3· καὶ μετ’ ἀπαρ., οὐδεὶς ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διελθεῖν Πλούτ. 2. 338D, πρβλ. Πολύβ. 1. 4, 11: - ἀπολ., [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ μου, Ἀππ. Μιθρ. 102. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ἐπέρχομαι]], ὡς τὸ [[ἐφικάνω]], εἴ σε μοῖρ’ ἐφίκοιτο Πινδ. Ι. 5(4). 17· [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον, κολάσαι αὐτὸν πληγαῖς, Ἡρόδ. 7. 35.
}}
}}