Anonymous

ἐφικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_12)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐφικνέομαι''': Ἰων. ἐπικνέομαι: μέλλ. ἐφίξομαι: ἀόρ. ἐφῑκόμην: Ἀποθ. Ι. [[φθάνω]] τινά, [[σκοπεύω]] [[πρός]] τινα, [[μετὰ]] γεν. ἐπὶ δύο ἀντιπάλων μαχητῶν. ἅμα δ’ [[ἀλλήλων]] ἐφίκοντο, δηλ. κατ’ [[ἀλλήλων]], Ἰλ. Ν. 613· [[ἁπλῶς]] [[φθάνω]] ἢ κτυπῶ διὰ ῥάβδου, εὖ [[μάλα]] μου ἐφικέσθαι πειράσεται Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 292Α· τῶν ἄλλων ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Ἰσοκρ. 280Β, πρβλ. Δημ. 800. 70, Πλούτ. 2. 267C, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην [[αὐτόσε]] Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 20· τὰ βέλη ἐφ. [[ἄχρι]] πρὸς τὸν σκοπὸν Λουκ. Νιγρ. 36. 2) [[φθάνω]] ἢ ἐκτείνομαι, ὅσον ὁ [[ἥλιος]] ἐφ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἐφ’ ὅσον ἀνθρώπων [[μνήμη]] ἐφ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 8· ἐδυνάσθη ἐφικέσθαι ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] φόβῳ, ἠδυνήθη νὰ ἐπεκτείνῃ τὸ [[κράτος]] [[αὐτοῦ]] ἐπὶ τοσαύτην ἔκτασιν χωρῶν δυνάμει τοῦ φόβου ὃν ἐνέπνεεν, [[αὐτόθι]] 1. 1, 5· ἐφ. ἐς τὸ λεπτότατον Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 19· [[ὅπου]] μὴ ἐφ. ἡ λεοντῆ, [[προσραπτέον]]… τὴν ἀλωπεκῆν Πλούτ. 2. 190Ε· [[μετὰ]] μετοχ., ἐφ. φθεγγόμενον ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 18· ἐφ. βλέποντα [[μέχρι]] τινὸς Δίων Χρυσ. 2. 321. 3) μεταφ., [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]] εἴς τι, [[περιγράφω]], Λατ. rem acu tangere, [[ὅλως]] δὲ οὐδ’ ἂν εἷς ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο τῶν [[ἐκεῖ]] κακῶν Δημ. 361. 25· ἐφ. ἀριθμούμενος Πολύβ. 1. 57, 3: - οὕτω καὶ [[μετὰ]] προθ., ἐς τὰ ἄλλω λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Ἡρόδ. 7. 9. 4) [[φθάνω]] εἴς τι, [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] [[αὐτοῦ]], ὅσοι γὰρ τοῦ βίου ταύτην τὴν ὁδὸν ἐπορεύθησαν, οὗτοι μόνοι τῆς ἀρετῆς ἐφικέσθαι γνησίως ἠδυνήθησαν Ἰσοκρ. 1. 5· ἀλλ’ ἐφικόμενος τῆς ἀνδραγαθίας Αἰσχίν. 81. 10· [[φθάνω]] εἰς βαθμὸν νά…, οἱ δὲ ἐφικνούμενοι τοῦ τριηραρχεῖν Δημ. 465. 24, πρβλ. 494. 3· καὶ μετ’ ἀπαρ., οὐδεὶς ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διελθεῖν Πλούτ. 2. 338D, πρβλ. Πολύβ. 1. 4, 11: - ἀπολ., [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ μου, Ἀππ. Μιθρ. 102. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ἐπέρχομαι]], ὡς τὸ [[ἐφικάνω]], εἴ σε μοῖρ’ ἐφίκοιτο Πινδ. Ι. 5(4). 17· [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον, κολάσαι αὐτὸν πληγαῖς, Ἡρόδ. 7. 35.
|lstext='''ἐφικνέομαι''': Ἰων. ἐπικνέομαι: μέλλ. ἐφίξομαι: ἀόρ. ἐφῑκόμην: Ἀποθ. Ι. [[φθάνω]] τινά, [[σκοπεύω]] [[πρός]] τινα, [[μετὰ]] γεν. ἐπὶ δύο ἀντιπάλων μαχητῶν. ἅμα δ’ [[ἀλλήλων]] ἐφίκοντο, δηλ. κατ’ [[ἀλλήλων]], Ἰλ. Ν. 613· [[ἁπλῶς]] [[φθάνω]] ἢ κτυπῶ διὰ ῥάβδου, εὖ [[μάλα]] μου ἐφικέσθαι πειράσεται Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 292Α· τῶν ἄλλων ὅσων ἂν ἐφικέσθαι δυνηθῶσιν Ἰσοκρ. 280Β, πρβλ. Δημ. 800. 70, Πλούτ. 2. 267C, κτλ.· ἀλλ’ ἐγὼ μὲν σφενδόνῃ οὐκ ἂν ἐφικοίμην [[αὐτόσε]] Ἀντιφάνης ἐν «Ἀφροδίτης γοναῖς» 1. 20· τὰ βέλη ἐφ. [[ἄχρι]] πρὸς τὸν σκοπὸν Λουκ. Νιγρ. 36. 2) [[φθάνω]] ἢ ἐκτείνομαι, ὅσον ὁ [[ἥλιος]] ἐφ. Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 7, 1, κτλ.· ἐφ’ ὅσον ἀνθρώπων [[μνήμη]] ἐφ. Ξεν. Κύρ. 5. 5, 8· ἐδυνάσθη ἐφικέσθαι ἐπὶ τοσαύτην γῆν τῷ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] φόβῳ, ἠδυνήθη νὰ ἐπεκτείνῃ τὸ [[κράτος]] [[αὐτοῦ]] ἐπὶ τοσαύτην ἔκτασιν χωρῶν δυνάμει τοῦ φόβου ὃν ἐνέπνεεν, [[αὐτόθι]] 1. 1, 5· ἐφ. ἐς τὸ λεπτότατον Λουκ. [[Ζεὺς]] Ἐλεγχόμ. 19· [[ὅπου]] μὴ ἐφ. ἡ λεοντῆ, [[προσραπτέον]]… τὴν ἀλωπεκῆν Πλούτ. 2. 190Ε· [[μετὰ]] μετοχ., ἐφ. φθεγγόμενον ὁ αὐτ. ἐν Τ. Γράκχ. 18· ἐφ. βλέποντα [[μέχρι]] τινὸς Δίων Χρυσ. 2. 321. 3) μεταφ., [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]] εἴς τι, [[περιγράφω]], Λατ. rem acu tangere, [[ὅλως]] δὲ οὐδ’ ἂν εἷς ἐφικέσθαι τῷ λόγῳ δύναιτο τῶν [[ἐκεῖ]] κακῶν Δημ. 361. 25· ἐφ. ἀριθμούμενος Πολύβ. 1. 57, 3: - οὕτω καὶ [[μετὰ]] προθ., ἐς τὰ ἄλλω λέγων ἐπίκεο ἀληθέστατα Ἡρόδ. 7. 9. 4) [[φθάνω]] εἴς τι, [[γίνομαι]] [[κάτοχος]] [[αὐτοῦ]], ὅσοι γὰρ τοῦ βίου ταύτην τὴν ὁδὸν ἐπορεύθησαν, οὗτοι μόνοι τῆς ἀρετῆς ἐφικέσθαι γνησίως ἠδυνήθησαν Ἰσοκρ. 1. 5· ἀλλ’ ἐφικόμενος τῆς ἀνδραγαθίας Αἰσχίν. 81. 10· [[φθάνω]] εἰς βαθμὸν νά…, οἱ δὲ ἐφικνούμενοι τοῦ τριηραρχεῖν Δημ. 465. 24, πρβλ. 494. 3· καὶ μετ’ ἀπαρ., οὐδεὶς ἂν ἐφίκοιτο τῷ λόγῳ διελθεῖν Πλούτ. 2. 338D, πρβλ. Πολύβ. 1. 4, 11: - ἀπολ., [[ἐπιτυγχάνω]] τοῦ σκοποῦ μου, Ἀππ. Μιθρ. 102. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[ἐπέρχομαι]], ὡς τὸ [[ἐφικάνω]], εἴ σε μοῖρ’ ἐφίκοιτο Πινδ. Ι. 5(4). 17· [[μετὰ]] διπλ. αἰτ., ἐπικέσθαι μάστιγι πληγὰς τὸν Ἑλλήσποντον, κολάσαι αὐτὸν πληγαῖς, Ἡρόδ. 7. 35.
}}
{{bailly
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἐφίξομαι, <i>ao.2</i> ἐφικόμην, <i>pf.</i> [[ἐφῖγμαι]];<br /><b>1</b> parvenir à, atteindre : [[ἅμα]] [[ἀλλήλων]] ἐφίκοντο IL ils s’atteignirent en même temps l’un l’autre ; ἐφ. πρὸς τὸν σκοπόν LUC atteindre le but ; <i>fig.</i> ἐφ. τῆς ἀρετῆς ISOCR parvenir à la vertu ; avec un inf., devenir propre à ; <i>avec un</i> double acc. : τὸν Ἑλλήσποντον ἐκέλευε τριηκοσίας ἐπικέσθαι μάστιγι HDT il ordonna de parcourir l’Hellespont en frappant la mer de trois cents coups de fouet;<br /><b>2</b> s’étendre : ἐπὶ τοσαύτην γῆν XÉN sur une aussi vaste contrée.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἱκνέομαι]].
}}
}}