Anonymous

διαλέγω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_7_3)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] (s. [[λέγω]]); bei Homer <b class="b2">medium</b> in der Formel ἀλλὰ τίη μοι [[ταῦτα]] [[φίλος]] διελέξατο [[θυμός]]; »weshalb <b class="b2">erwog</b> dies mein Geist?«, Iliad. 11, 407. 17, 97. 21, 562. 22, 122. 385. – Bei den Folgenden: 1)<b class="b2"> activum</b>, auseinander lesen, <b class="b2">auslesen</b>; Herodot. 8, 107 τῆς στρατιῆς διαλέγειν τοὺς βού– λεται; 8, 113 τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων; <b class="b2">unterscheiden, </b>sondern, Plat. Legg. 5, 735 b διαλέξας τά τε ὑγιῆ καὶ τὰ μὴ καὶ τὰ γενναῖα καὶ ἀγεννῆ; Dem. 20, 91. So Pol. 5, 8, 8 u. a. Sp., wie D. Sic. 15, 71. Bei Ar. Lys. 720, τὴν ὀπήν , wird es »durchgraben« erkl., od. richtiger »aufsuchen«. – 2) Gebräuchlicher <b class="b2">deponens</b> διαλέγομαι sich <b class="b2">unterreden</b>, τινί, regelmäß. Attische Prosa <b class="b2">depon. passiv</b>. διαλέγομαι, διαλέξομαι, διελέχθην, διείλεγμαι; futur. διαλεχθήσομαι Dem 18, 252, διαλεχθησόμεθα Isocr. 9, 34; perf. διείλεγμαι z. B. Plat. Apol. 37 a; aber pass. ist διείλεκτο Lys. 9, 5; aorist. med . διελεξάμην bei Sp., wie D. Cass., = διελέχθην, bei Poll. 2, 125 (vgl. B. A. 88, 28) aus Ar. (frgm. Dind. no 321) in obscöner Bdtg, vgl. unten. In der Bedtg <b class="b2">sich unterreden, unterhalten</b>, häufig bei Att., nach Xen. Mem. 4, 5, 12 διαλέγειν κατὰ γένη τὰ πράγματα; Herodot. 3, 50 διαλεγομένῳ τε οὐ προσδιελέγετο; gew. τινί; Herodot. 3, 51 τά σφι ὁ [[μητροπάτωρ]] διελέχθη; 52 [[οὔτε]] [[τίς]] οἱ διαλέγεσθαι ἤθελε; [[πρός]] τινα, Plat. Rep. 7, 527 e; Isocr. 3, 8. 11 [[πρός]] τινα [[περί]] τινος; τινί, mit Jemandem unterhandeln. Dem. 10, 33; mit folgdm inf., Ἄγιδι διελεγέσθην μὴ ποιεῖν μάχην, daß er keine Schlacht liefern solle, Thuc. 5, 59. – Seit Plat. bes. vom <b class="b2">dialektischen Verfahren</b> der Sokratiker, im <b class="b2">Wechselgespräch etwas ins Klare bringen</b>; dah. auch = gewandt im Reden sein, zuweilen = dem einfachen εἰπεῖν. Nach B. A. 88, 29 brauchte Hermipp. so das act. – Eine <b class="b2">Sprache</b> od. <b class="b2">Mundart sprechen</b>, κατὰ ταύτὰ διαλεγόμεναί σφι Her. 1, 142; φοινικιστὶ δ., Pol. 1, 80, 6. – Att. = <b class="b2">[[συνουσιάζω]]</b>; Hyperid. bei VLL.; Ar. Plut. 1082 Eccl. 890; Plut. Sol. 20 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0586.png Seite 586]] (s. [[λέγω]]); bei Homer <b class="b2">medium</b> in der Formel ἀλλὰ τίη μοι [[ταῦτα]] [[φίλος]] διελέξατο [[θυμός]]; »weshalb <b class="b2">erwog</b> dies mein Geist?«, Iliad. 11, 407. 17, 97. 21, 562. 22, 122. 385. – Bei den Folgenden: 1)<b class="b2"> activum</b>, auseinander lesen, <b class="b2">auslesen</b>; Herodot. 8, 107 τῆς στρατιῆς διαλέγειν τοὺς βού– λεται; 8, 113 τοῖσι εἴδεά τε ὑπῆρχε διαλέγων; <b class="b2">unterscheiden, </b>sondern, Plat. Legg. 5, 735 b διαλέξας τά τε ὑγιῆ καὶ τὰ μὴ καὶ τὰ γενναῖα καὶ ἀγεννῆ; Dem. 20, 91. So Pol. 5, 8, 8 u. a. Sp., wie D. Sic. 15, 71. Bei Ar. Lys. 720, τὴν ὀπήν , wird es »durchgraben« erkl., od. richtiger »aufsuchen«. – 2) Gebräuchlicher <b class="b2">deponens</b> διαλέγομαι sich <b class="b2">unterreden</b>, τινί, regelmäß. Attische Prosa <b class="b2">depon. passiv</b>. διαλέγομαι, διαλέξομαι, διελέχθην, διείλεγμαι; futur. διαλεχθήσομαι Dem 18, 252, διαλεχθησόμεθα Isocr. 9, 34; perf. διείλεγμαι z. B. Plat. Apol. 37 a; aber pass. ist διείλεκτο Lys. 9, 5; aorist. med . διελεξάμην bei Sp., wie D. Cass., = διελέχθην, bei Poll. 2, 125 (vgl. B. A. 88, 28) aus Ar. (frgm. Dind. no 321) in obscöner Bdtg, vgl. unten. In der Bedtg <b class="b2">sich unterreden, unterhalten</b>, häufig bei Att., nach Xen. Mem. 4, 5, 12 διαλέγειν κατὰ γένη τὰ πράγματα; Herodot. 3, 50 διαλεγομένῳ τε οὐ προσδιελέγετο; gew. τινί; Herodot. 3, 51 τά σφι ὁ [[μητροπάτωρ]] διελέχθη; 52 [[οὔτε]] [[τίς]] οἱ διαλέγεσθαι ἤθελε; [[πρός]] τινα, Plat. Rep. 7, 527 e; Isocr. 3, 8. 11 [[πρός]] τινα [[περί]] τινος; τινί, mit Jemandem unterhandeln. Dem. 10, 33; mit folgdm inf., Ἄγιδι διελεγέσθην μὴ ποιεῖν μάχην, daß er keine Schlacht liefern solle, Thuc. 5, 59. – Seit Plat. bes. vom <b class="b2">dialektischen Verfahren</b> der Sokratiker, im <b class="b2">Wechselgespräch etwas ins Klare bringen</b>; dah. auch = gewandt im Reden sein, zuweilen = dem einfachen εἰπεῖν. Nach B. A. 88, 29 brauchte Hermipp. so das act. – Eine <b class="b2">Sprache</b> od. <b class="b2">Mundart sprechen</b>, κατὰ ταύτὰ διαλεγόμεναί σφι Her. 1, 142; φοινικιστὶ δ., Pol. 1, 80, 6. – Att. = <b class="b2">[[συνουσιάζω]]</b>; Hyperid. bei VLL.; Ar. Plut. 1082 Eccl. 890; Plut. Sol. 20 u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''διαλέγω''': μέλλ. -ξω, συλλέγων [[διαχωρίζω]], [[ἐκλέγω]], Ἡροδ. 8. 107, 113, Ξεν. Οἰκ. 8, 9, κτλ· πάντα εἰς ἓν χωνεύσει καὶ εἰς καθαρὸν διαλέξει Χρησμ. Σίβυλλ. 2. 213., 3. 87., 8. 412· - [[διακρίνω]], Πλάτ. Νόμ. 735Β. ΙΙ. διαλέγων τὴν ὀπήν, ἀνερευνῶν, προσπαθῶν νὰ ἀνεύρῃ ἀνοικτὴν τὴν ὀπήν, [[ὅπως]] δραπετεύσῃ, Ἀριστ. Λυσ. 720. Β. ὡς ἀποθ., διαλέγομαι· μέλλ. διαλέξομαι Ἰσοκρ. 233D, 255Ε, κτλ· [[ὡσαύτως]] -λεχθήσομαι ὁ αὐτ. 195C, Δημ. 311. 99· ἀόρ. διελεξάμην Ὅμ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 321· [[ὡσαύτως]] διελέχθην Ἡρόδ., Ἀττ.· σπανίως ἀόρ. β΄ διαλεγῆναι Ἀριστ. Τοπ. 7. 5. 2., 8. 3. 6, γ’ πληθ. διέλεγεν Συλλ. Ἐπιγρ. 3052.10., 3656. 7· διείλεγμαι Πλάτ. Θεαίτ. 158C, Ἰσοκρ.· ὑπερσυντ. διείλεκτο Δημ. 553. 11 (ἀλλὰ [[μετὰ]] παθ. σημας., Λυσ. 114. 36)· πρβλ. [[προδιαλέγω]]. Συνδιαλέγομαι [[πρός]] τινα, συσκέπτομαι μετά τινος, συνομιλῶ, [[μετὰ]] δοτ. προς., μοι [[ταῦτα]] φίλος διελέξατο θυμὸς Ἰλ. Λ. 407· πρβλ Ἀρχίλ. 74, Ἡρόδ. 3. 50. 51, Ἀριστοφ. Νεφ. 425, κτλ.· [[πρός]] τινα Πλάτ. Πολιτ. 272D, κτλ.· δ. τί τινι ἢ [[πρός]] τινα, συζητῶ ὑπόθεσίν τινα μεθ’ ἑτέρου, Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 1., 2. 10. 1· δ. ὅρους, πράγματα Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 2. 7, 5, κτλ.· δ. [[περί]] τινος Ἰσοκρ. 28Β, Δημ. 506. 21· τινι [[περί]] τινος Θουκ. 8. 93· δ. τινι μὴ ποιεῖν, συνομιλῶν πειρῶμαι νὰ πείσω νὰ μὴ ..., ὁ αὐτ. 5. 59· εἰ τοῦτο τὸ [[ῥῆμα]] καὶ μὴ τουτὶ διελέχθην ἐγὼ Δημ. 305.5· οἱ νόμοι οὐδὲν τούτῳ δ., δὲν ἔχουσι νὰ εἴπωσί τι πρὸς αὐτόν, δὲν ἀναφέρονται εἰς αὐτόν, ὁ αὐτ. 1070. 4, πρβλ. Αἰσχίν. 3. 27· δ. [[πρός]] τι, [[ὑποστηρίζω]] τι συνομιλῶν, Ἀριστ. Ἀν. Πρ. 1. 43· ἢ [[κατακρίνω]] τι, ὁ αὐτ. Φυς. 1. 2, 3· - ἀπολ., ἐξηγοῦμαι, [[διασκέπτομαι]] καὶ [[λέγω]] τὰς σκέψεις μου, συζητῶ, [[ἐξετάζω]], Ξεν. Ἀπομν. 4. 5, 12, Ἰσοκρ. 104C, κτλ., συχνὸν παρὰ Πλάτ.· [[οὔτε]] φωνεῖ [[οὔτε]] δ. Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 4. 9, 3· - τὸ ἐνεργ. μεταχειρίζεται [[οὕτως]] ὁ Ἕρμιππ. ἐν Κερκ. 5. 2) ἐπὶ τῆς διαλεκτικῆς μεθόδου τῶν Σωκρατικῶν, καθ’ ἣν τὰ συμπεράσματα δὲν συνήγοντο ὑπ’ [[αὐτοῦ]] τοῦ ὁμιλοῦντος, ἀλλὰ διὰ συζητήσεως δι’ ἐρωτήσεως καὶ ἀποκρίσεως, οὐκ ἐρίζειν ἀλλὰ δ. Πλάτ. Πολ. 454Α, πρβλ. 511C, Θεαίτ. 167Ε, κτλ., καὶ ἴδε τὴν λ. [[διαλεκτικός]]. 3) μεταχειρίζομαι διάλεκτόν τινα ἢ γλῶσσαν, Ἡρόδ. 1. 142, πρβλ. Πολύβ. 1. 80, 6· [[γράφω]] εἰς τὸ πεζόν, κατ’ ἀντίθ. πρὸς τὸ γράφειν ποιήματα, Διον. Ἁλ. π. Συνθέσ. 20, ἐν τέλ. 4) παρ’ Ἀττ. κατ’ εὐφημισμὸν ἀντὶ [[συνουσιάζω]], συνευρίσκομαι, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 890, Πλούτ. 1082.
}}
}}