Anonymous

κατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ
6_13a
(13_7_2)
(6_13a)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1354.png Seite 1354]] (s. [[κλίνω]]), niederlegen, -lehnen, -biegen; [[δόρυ]] ἐπὶ γαίῃ Od. 10, 165; sich hinlegen lassen, τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. 1, 126; Plat. Rep. II, 363 c; Xen. Cyr. 6, 4, 11 u. Sp.; von Kranken, die man zur Heilung in Tempel des Asklepios u. anderer Götter legte, um sie durch magischen Tempelschlaf heilen zu lassen, κατακλίνειν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῦ κράτιστόν ἐστι Ar. Plut. 411, vgl. 661; übh. hinlegen, zum Schlaf, [[παιδίον]] Lys. 18; aber κατακλίνει τὸ [[παιδίον]] ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ ist = auf den Thron setzen, Plut. Lyc. 3. – Med. mit aor. I. u. II. u. fut. II. pass., sich niederlegen zu Tische, Ar. Vesp. 1208 ff., κατακλινείς u. κατακλιθῆναι, σὺ δ' οὐ κατακλινεῖ, zu Bett, sich hinlegen, Lys. 910, κατακλίθητι u. κατεκλίνης, 904. 906, ἐπὶ ταῖς κοίταις Vesp. 1040, κατακλινήσομαι Equ. 98, wie Plat. Conv. 222 e; κατακλίνεται παρ' αὐτῷ 203 c; [[παρά]] τινα, neben Einem, am Tische, 175 a; κατεκλίθη [[ὕπτιος]] Phaed. 117 e; κατακλινέντες ἐπὶ στιβάδων Rep. II, 372 b, wie Xen. Cyr. 5, 2, 15; – von Kranken, κατεκλίθη Andoc. 1, 125; – κατακλίνεσθαι εἰς γόνατα, auf die Kniee fallen, Arist. H. A. 2, 1. – Von der untergehenden Sonne, Poll. 4, 157; – abwärts gehen, sich senken, [[νάπη]] κατακέκλιται Ap. Rh. 2, 734. – Aor. med. bei Plut. sept. sap. conv. 4.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1354.png Seite 1354]] (s. [[κλίνω]]), niederlegen, -lehnen, -biegen; [[δόρυ]] ἐπὶ γαίῃ Od. 10, 165; sich hinlegen lassen, τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα Her. 1, 126; Plat. Rep. II, 363 c; Xen. Cyr. 6, 4, 11 u. Sp.; von Kranken, die man zur Heilung in Tempel des Asklepios u. anderer Götter legte, um sie durch magischen Tempelschlaf heilen zu lassen, κατακλίνειν αὐτὸν εἰς Ἀσκληπιοῦ κράτιστόν ἐστι Ar. Plut. 411, vgl. 661; übh. hinlegen, zum Schlaf, [[παιδίον]] Lys. 18; aber κατακλίνει τὸ [[παιδίον]] ἐν τῇ βασιλικῇ χώρᾳ ist = auf den Thron setzen, Plut. Lyc. 3. – Med. mit aor. I. u. II. u. fut. II. pass., sich niederlegen zu Tische, Ar. Vesp. 1208 ff., κατακλινείς u. κατακλιθῆναι, σὺ δ' οὐ κατακλινεῖ, zu Bett, sich hinlegen, Lys. 910, κατακλίθητι u. κατεκλίνης, 904. 906, ἐπὶ ταῖς κοίταις Vesp. 1040, κατακλινήσομαι Equ. 98, wie Plat. Conv. 222 e; κατακλίνεται παρ' αὐτῷ 203 c; [[παρά]] τινα, neben Einem, am Tische, 175 a; κατεκλίθη [[ὕπτιος]] Phaed. 117 e; κατακλινέντες ἐπὶ στιβάδων Rep. II, 372 b, wie Xen. Cyr. 5, 2, 15; – von Kranken, κατεκλίθη Andoc. 1, 125; – κατακλίνεσθαι εἰς γόνατα, auf die Kniee fallen, Arist. H. A. 2, 1. – Von der untergehenden Sonne, Poll. 4, 157; – abwärts gehen, sich senken, [[νάπη]] κατακέκλιται Ap. Rh. 2, 734. – Aor. med. bei Plut. sept. sap. conv. 4.
}}
{{ls
|lstext='''κατακλίνω''': μέλλ. -κλῐνῶ (ἴδε [[κλίνω]]):- βάλλω τι ἢ τινὰ [[κάτω]], [[κάμνω]] νὰ καθίσῃ ἢ νὰ πλαγιάσῃ, [[δόρυ]] κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ Ὀδ. Κ. 165∙ κατ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα, διατάξας νὰ ἀνακλιθῶσι (πρὸς [[δεῖπνον]]) ἔν τινι λειμῶνι, Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 363C, 420E∙ κατ. [[παιδίον]], τὸ βάλλω νὰ κοιμηθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 18∙ αἱ δὲ θεράπαιναι κατακλίνασαι αὐτὴν ἐν τῇ ἀρμαμάξῃ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11∙ [[ἐκεῖ]] [[σκιά]] ἐστι καὶ [[πνεῦμα]] μέτριον καὶ πόα καθέζεσθαι ἢ ἐὰν βουλώμεθα κατακλιθῆναι Πλατ. Φαῖδρ. 3, Β, καί, κατακλινέντι τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς πόας [[αὐτόθι]] 5. 6∙- [[οὕτως]] ἐπὶ ζῷων, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 9, 3∙ κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ, βάλλω ἀσθενῆ νὰ κοιμηθῇ ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἀσκληπιοῦ [[ὅπως]] ἰαθῇ, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 411, 662, Σφ. 123∙ κατακλιθέντα ἐς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 31∙ πρβλ. [[ἐγκοιμάομαι]]∙ - ἀνακλίνομαι παρὰ τὴν τράπεζαν, [[παρακάθημαι]] εἰς [[φαγητόν]], Λατ. accumbere, κατακλιθέντας πίνειν Ἡρόδ. 2. 121, 4∙ κατακλῐνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 98, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σφ. 1208 κἑξ.∙ κατακλινεὶς δευρὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 694∙ κατακλίνηθι μετ’ ἐμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 904∙ κατακλίνεσθαι [[παρά]] τινα ἢ τινι Πλάτ. Συμπ. 175Α, 203C∙ [[ὡσαύτως]], κ. ἐπὶ κοίτῃ, ἐπὶ στιβάδος Ἀριστοφ. Σφ. 1040, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 15∙ ἐπὶ ἀσθενοῦς, «πέφτω ’ς τὸ κρεββάτι», Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α´, 939∙ κατεκλίθη [[ὕπτιος]] Πλάτ. Φαίδων 117Ε∙ ποτὲ μὲν ἑστὼς [[ἐναργής]], ποτὲ δὲ κατακεκλιμένος, (δηλ. ὁ [[νεκρός]]), Πολύβ. 6. 53, 1∙ ἐν Ἀνδοκ. 16. 28, κατελύθη ἐκ διορθώσεως τοῦ Baiter.∙ κατακλίνας ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς Πλουτ. Συμπ. ἑπτ. Σοφ. 149, [[ὅπου]] εὕρηται καὶ ὁ μέσ. ἀόρ. κατακλινάμενος. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ κλίνῃ, [[κλίνω]], «γέρνω» πρὸς τὰ ἐμπρός, ἕως ἂν κατακλίνῃ ὁ [[ἐλέφας]] τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30∙ αἱ ἔλαφοι κατακλίνονται ὑπὸ τῇς ἡδονῆς, θελγόμεναι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς ἁπλώνονται κατὰ γῆς, αὐτοθι 9, 5∙ ἡ [[κάμηλος]] κ. εἰς γόνατα, κάθηται εἰς τὰ γόνατα, γονατίζει, 2, 1∙ καὶ ἐν τῷ ἀορ., [[ὅταν]] κατακλιθῇ εἰς γόνατα [[αὐτόθι]]∙ μεταφ., κ. τύραννον, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] τύραννον, Θέογν. 1183. ΙΙΙ. Παθ., ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι [[κατωφερής]], [[εἴσω]] κατακέκλιται [[κοίλη]] [[νάπη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 734. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, δύεται, βασιλεύει ὁ [[ἥλιος]], [[Πολυδ]]. Δ’, 157. 3) ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, στρέφομαι πρὸς τὰ πλάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 29.
}}
}}