Anonymous

κατακλίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακλίνω''': μέλλ. -κλῐνῶ (ἴδε [[κλίνω]]):- βάλλω τι ἢ τινὰ [[κάτω]], [[κάμνω]] νὰ καθίσῃ ἢ νὰ πλαγιάσῃ, [[δόρυ]] κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ Ὀδ. Κ. 165∙ κατ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα, διατάξας νὰ ἀνακλιθῶσι (πρὸς [[δεῖπνον]]) ἔν τινι λειμῶνι, Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 363C, 420E∙ κατ. [[παιδίον]], τὸ βάλλω νὰ κοιμηθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 18∙ αἱ δὲ θεράπαιναι κατακλίνασαι αὐτὴν ἐν τῇ ἀρμαμάξῃ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11∙ [[ἐκεῖ]] [[σκιά]] ἐστι καὶ [[πνεῦμα]] μέτριον καὶ πόα καθέζεσθαι ἢ ἐὰν βουλώμεθα κατακλιθῆναι Πλατ. Φαῖδρ. 3, Β, καί, κατακλινέντι τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς πόας [[αὐτόθι]] 5. 6∙- [[οὕτως]] ἐπὶ ζῷων, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 9, 3∙ κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ, βάλλω ἀσθενῆ νὰ κοιμηθῇ ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἀσκληπιοῦ [[ὅπως]] ἰαθῇ, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 411, 662, Σφ. 123∙ κατακλιθέντα ἐς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 31∙ πρβλ. [[ἐγκοιμάομαι]]∙ - ἀνακλίνομαι παρὰ τὴν τράπεζαν, [[παρακάθημαι]] εἰς [[φαγητόν]], Λατ. accumbere, κατακλιθέντας πίνειν Ἡρόδ. 2. 121, 4∙ κατακλῐνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 98, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σφ. 1208 κἑξ.∙ κατακλινεὶς δευρὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 694∙ κατακλίνηθι μετ’ ἐμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 904∙ κατακλίνεσθαι [[παρά]] τινα ἢ τινι Πλάτ. Συμπ. 175Α, 203C∙ [[ὡσαύτως]], κ. ἐπὶ κοίτῃ, ἐπὶ στιβάδος Ἀριστοφ. Σφ. 1040, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 15∙ ἐπὶ ἀσθενοῦς, «πέφτω ’ς τὸ κρεββάτι», Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α´, 939∙ κατεκλίθη [[ὕπτιος]] Πλάτ. Φαίδων 117Ε∙ ποτὲ μὲν ἑστὼς [[ἐναργής]], ποτὲ δὲ κατακεκλιμένος, (δηλ. ὁ [[νεκρός]]), Πολύβ. 6. 53, 1∙ ἐν Ἀνδοκ. 16. 28, κατελύθη ἐκ διορθώσεως τοῦ Baiter.∙ κατακλίνας ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς Πλουτ. Συμπ. ἑπτ. Σοφ. 149, [[ὅπου]] εὕρηται καὶ ὁ μέσ. ἀόρ. κατακλινάμενος. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ κλίνῃ, [[κλίνω]], «γέρνω» πρὸς τὰ ἐμπρός, ἕως ἂν κατακλίνῃ ὁ [[ἐλέφας]] τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30∙ αἱ ἔλαφοι κατακλίνονται ὑπὸ τῇς ἡδονῆς, θελγόμεναι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς ἁπλώνονται κατὰ γῆς, αὐτοθι 9, 5∙ ἡ [[κάμηλος]] κ. εἰς γόνατα, κάθηται εἰς τὰ γόνατα, γονατίζει, 2, 1∙ καὶ ἐν τῷ ἀορ., [[ὅταν]] κατακλιθῇ εἰς γόνατα [[αὐτόθι]]∙ μεταφ., κ. τύραννον, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] τύραννον, Θέογν. 1183. ΙΙΙ. Παθ., ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι [[κατωφερής]], [[εἴσω]] κατακέκλιται [[κοίλη]] [[νάπη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 734. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, δύεται, βασιλεύει ὁ [[ἥλιος]], [[Πολυδ]]. Δ’, 157. 3) ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, στρέφομαι πρὸς τὰ πλάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 29.
|lstext='''κατακλίνω''': μέλλ. -κλῐνῶ (ἴδε [[κλίνω]]):- βάλλω τι ἢ τινὰ [[κάτω]], [[κάμνω]] νὰ καθίσῃ ἢ νὰ πλαγιάσῃ, [[δόρυ]] κατακλίνας ἐπὶ γαίῃ Ὀδ. Κ. 165∙ κατ. τοὺς Πέρσας εἰς λειμῶνα, διατάξας νὰ ἀνακλιθῶσι (πρὸς [[δεῖπνον]]) ἔν τινι λειμῶνι, Ἡρόδ. 1. 126, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 363C, 420E∙ κατ. [[παιδίον]], τὸ βάλλω νὰ κοιμηθῇ, Ἀριστοφ. Λυσ. 18∙ αἱ δὲ θεράπαιναι κατακλίνασαι αὐτὴν ἐν τῇ ἀρμαμάξῃ Ξεν. Κύρ. 6. 4, 11∙ [[ἐκεῖ]] [[σκιά]] ἐστι καὶ [[πνεῦμα]] μέτριον καὶ πόα καθέζεσθαι ἢ ἐὰν βουλώμεθα κατακλιθῆναι Πλατ. Φαῖδρ. 3, Β, καί, κατακλινέντι τὴν κεφαλὴν ἐπὶ τῆς πόας [[αὐτόθι]] 5. 6∙- [[οὕτως]] ἐπὶ ζῷων, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 9, 3∙ κ. τινὰ εἰς Ἀσκληπιοῦ, βάλλω ἀσθενῆ νὰ κοιμηθῇ ἐν τῷ ἱερῷ τοῦ Ἀσκληπιοῦ [[ὅπως]] ἰαθῇ, Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 411, 662, Σφ. 123∙ κατακλιθέντα ἐς τὸ ἱερὸν Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξενίππ. 31∙ πρβλ. [[ἐγκοιμάομαι]]∙ - ἀνακλίνομαι παρὰ τὴν τράπεζαν, [[παρακάθημαι]] εἰς [[φαγητόν]], Λατ. accumbere, κατακλιθέντας πίνειν Ἡρόδ. 2. 121, 4∙ κατακλῐνήσομαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 98, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Σφ. 1208 κἑξ.∙ κατακλινεὶς δευρὶ ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 694∙ κατακλίνηθι μετ’ ἐμοῦ ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 904∙ κατακλίνεσθαι [[παρά]] τινα ἢ τινι Πλάτ. Συμπ. 175Α, 203C∙ [[ὡσαύτως]], κ. ἐπὶ κοίτῃ, ἐπὶ στιβάδος Ἀριστοφ. Σφ. 1040, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 15∙ ἐπὶ ἀσθενοῦς, «πέφτω ’ς τὸ κρεββάτι», Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α´, 939∙ κατεκλίθη [[ὕπτιος]] Πλάτ. Φαίδων 117Ε∙ ποτὲ μὲν ἑστὼς [[ἐναργής]], ποτὲ δὲ κατακεκλιμένος, (δηλ. ὁ [[νεκρός]]), Πολύβ. 6. 53, 1∙ ἐν Ἀνδοκ. 16. 28, κατελύθη ἐκ διορθώσεως τοῦ Baiter.∙ κατακλίνας ἑαυτὸν καὶ ἡμᾶς Πλουτ. Συμπ. ἑπτ. Σοφ. 149, [[ὅπου]] εὕρηται καὶ ὁ μέσ. ἀόρ. κατακλινάμενος. ΙΙ. [[κάμνω]] τι νὰ κλίνῃ, [[κλίνω]], «γέρνω» πρὸς τὰ ἐμπρός, ἕως ἂν κατακλίνῃ ὁ [[ἐλέφας]] τοὺς φοίνικας Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 30∙ αἱ ἔλαφοι κατακλίνονται ὑπὸ τῇς ἡδονῆς, θελγόμεναι ὑπὸ τῆς ἡδονῆς ἁπλώνονται κατὰ γῆς, αὐτοθι 9, 5∙ ἡ [[κάμηλος]] κ. εἰς γόνατα, κάθηται εἰς τὰ γόνατα, γονατίζει, 2, 1∙ καὶ ἐν τῷ ἀορ., [[ὅταν]] κατακλιθῇ εἰς γόνατα [[αὐτόθι]]∙ μεταφ., κ. τύραννον, [[καταβάλλω]], [[καταρρίπτω]] τύραννον, Θέογν. 1183. ΙΙΙ. Παθ., ἐπὶ ἐδάφους, εἶμαι [[κατωφερής]], [[εἴσω]] κατακέκλιται [[κοίλη]] [[νάπη]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 734. 2) ἐπὶ τοῦ ἡλίου, δύεται, βασιλεύει ὁ [[ἥλιος]], [[Πολυδ]]. Δ’, 157. 3) ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, στρέφομαι πρὸς τὰ πλάγια, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 29.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> déposer, acc., <i>le rég. ind. avec</i> [[ἐπί]] τινι;<br /><b>2</b> étendre sur un lit : [[εἰς]] Ἀσκληπιοῦ τινα AR déposer un malade sur un lit dans le temple d’Asclépios;<br /><b>3</b> faire coucher <i>ou</i> faire s’asseoir à terre (pour manger);<br /><i>Pass. (f.2</i> κατακλινήσομαι, <i>ao.2</i> κατεκλίνην, <i>postér. ao.</i> κατεκλίθην, <i>pf.</i> κατακέκλιμαι) <i>et Moy.</i> κατακλίνομαι (<i>f.2</i> κατακλινοῦμαι, <i>ao.</i> κατεκλινάμην) se coucher, <i>particul.</i> sur un lit de table ; <i>méd.</i> prendre le lit.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κλίνω]].
}}
}}