Anonymous

εὔζωστος: Difference between revisions

From LSJ
m
LSJ1 replacement
(6_15)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eyzostos
|Transliteration C=eyzostos
|Beta Code=eu)/zwstos
|Beta Code=eu)/zwstos
|Definition=ον, (ζώννυμαι) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easily girt, convenient for girding</b>, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>14</span>; gloss on [[εὔζωνος]], Sch.D <span class="bibl">Il.1.429</span>.</span>
|Definition=εὔζωστον, ([[ζώννυμαι]]) [[easily girt]], [[convenient for girding]], ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς ἑωυτοῦ ἐστι Hp.''Art.''14; ''Glossaria'' on [[εὔζωνος]], Sch.D Il.1.429.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔζωστος''': -ον, ([[ζώννυμι]]) εὐκόλως ζωννύμενος, [[κατάλληλος]] πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, [[ἔνθα]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου».
|lstext='''εὔζωστος''': -ον, ([[ζώννυμι]]) εὐκόλως ζωννύμενος, [[κατάλληλος]] πρὸς ζῶσιν, ᾗ εὐζωστότατος αὐτὸς [[ἑαυτοῦ]] Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791, πρβλ. Σχολιαστὴν Ἰλ. Α. 429, [[ἔνθα]] μεταχειρίζεται τὴν λέξιν πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἐϋζώνοιο «εὐζώστου, καλῆς καὶ εὐστόλου».
}}
{{grml
|mltxt=[[εὔζωστος]], -ον (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br />ζωσμένος, [[έτοιμος]] για τον αγώνα, [[δραστήριος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ζώνεται εύκολα ή [[είναι]] [[κατάλληλος]] για [[ζώσιμο]]<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) καλά ζωσμένη, κομψή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[ζωστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[ζώννυμι]])].
}}
}}