Anonymous

διαφαύσκω: Difference between revisions

From LSJ
6_12
(13_1)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0610.png Seite 610]] durchleuchten, Pol. 31, 22 [[ἄρτι]] διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. [[διαφώσκω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0610.png Seite 610]] durchleuchten, Pol. 31, 22 [[ἄρτι]] διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. [[διαφώσκω]].
}}
{{ls
|lstext='''διαφαύσκω''': Ἰων. -[[φώσκω]]· - [[διαφαίνω]], δεικνύω φῶς διὰ μέσου, [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. [[διαυγάζω]].
}}
}}