3,256,952
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφαύσκω''': Ἰων. -[[φώσκω]]· - [[διαφαίνω]], δεικνύω φῶς διὰ μέσου, [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. [[διαυγάζω]]. | |lstext='''διαφαύσκω''': Ἰων. -[[φώσκω]]· - [[διαφαίνω]], δεικνύω φῶς διὰ μέσου, [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. [[διαυγάζω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />commencer à briller : ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ <i>(ion.)</i> HDT le jour commençant à poindre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], φαύσκω. | |||
}} | }} |