Anonymous

ἐξίημι: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_6b)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] (s. [[ἵημι]]), herausschicken, entsenden, entlassen; [[αὖθι]] κατακτεῖναι μηδ' [[ἐξέμεν]] (inf. aor.) ἂψ ἐς Ἀχαιούς Il. 11, 141; in tmesi ἐπὰν γόου ἐξ ἔρον [[εἵην]], wenn ich die Luft zur Klage von mir gethan, sie gestillt, Il. 24, 227, wie häufig im med. πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον [[ἕντο]], vgl. Theogn. 1064; [[ἥλιος]] ἀκτῖνας ἐξίησι Eur. Bacch. 678; φάρυγγος αἰθέρ' ἐξιεὶς βαρύν Cycl. 409, den Athem herausstoßen; [[ἱστίον]] Pind. P. 1, 91, wie κάλων, s. unter [[κάλως]]; τὶ ἔκ τινος, Her. 2, 87; [[ὅταν]] σὰρξ [[ἀνάπαλιν]] εἰς τὰς φλέβας τὴν τηκεδόνα ἐξιῇ Plat. Tim. 82 e. Von Flüssen, mit u. ohne ῥεῦμα, also scheinbar intr., sich ergießen, Her. 1, 180. 2, 17 (in der eigenthümlichen Präsensform ἐξίει); ἡ [[λίμνη]] ἐξίησιν εἰς θάλασσαν Thuc. 4, 103; Folgde. – Med., von sich entlassen, fortschicken, γυναῖκα ἔξεο (imper. aor.) Her. 5, 39.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0882.png Seite 882]] (s. [[ἵημι]]), herausschicken, entsenden, entlassen; [[αὖθι]] κατακτεῖναι μηδ' [[ἐξέμεν]] (inf. aor.) ἂψ ἐς Ἀχαιούς Il. 11, 141; in tmesi ἐπὰν γόου ἐξ ἔρον [[εἵην]], wenn ich die Luft zur Klage von mir gethan, sie gestillt, Il. 24, 227, wie häufig im med. πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον [[ἕντο]], vgl. Theogn. 1064; [[ἥλιος]] ἀκτῖνας ἐξίησι Eur. Bacch. 678; φάρυγγος αἰθέρ' ἐξιεὶς βαρύν Cycl. 409, den Athem herausstoßen; [[ἱστίον]] Pind. P. 1, 91, wie κάλων, s. unter [[κάλως]]; τὶ ἔκ τινος, Her. 2, 87; [[ὅταν]] σὰρξ [[ἀνάπαλιν]] εἰς τὰς φλέβας τὴν τηκεδόνα ἐξιῇ Plat. Tim. 82 e. Von Flüssen, mit u. ohne ῥεῦμα, also scheinbar intr., sich ergießen, Her. 1, 180. 2, 17 (in der eigenthümlichen Präsensform ἐξίει); ἡ [[λίμνη]] ἐξίησιν εἰς θάλασσαν Thuc. 4, 103; Folgde. – Med., von sich entlassen, fortschicken, γυναῖκα ἔξεο (imper. aor.) Her. 5, 39.
}}
{{ls
|lstext='''ἐξίημι''': (ἴδε [[ἵημι]]), [[ἐξαποστέλλω]] ἢ [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἐξέλθῃ, ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ’ ἱκέτευεν [[ὁπόθεν]] [[ἐξίμεναι]], «ἐκπέμψαι» (Σχόλ.), (Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀντὶ τοῦ ἐξεῖναι), Ὀδ. Λ. 531· μηδ’ [[ἐξέμεν]] ἄψ ἐς Ἀχαιοὺς Ἰλ. Λ. 141· ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον [[εἴην]], ἀφοῦ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ θρήνου, Ω. 227· τοὺς ἐπικούρους ἐξῆκε ἐπὶ τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 146· ἐξίει δ’ ὣσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ [[ἱστίον]] ἀνεμόεν, «[[ὥσπερ]] δὲ [[κυβερνήτης]] ἄριστος ἔα πρὸς [[πνεῦμα]] τὸ [[ἱστίον]]» (Σχόλ.), Πίνδ. Π. 1. 177· πάντα κάλων... ἐξιέναι, «[[παροιμία]], πάντα δὴ κάλων κινεῖν... ὁμία τῇ πάντα [[λίθιον]] κίνει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 756 (ἴδε τὴν λέξιν [[κάλως]])· ἐξ. ἀφρὸν Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐξ. ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην, ἐκβάλλειν, Ἡρόδ. 2. 87: - ἐξ. τι ἔς τι, ἐκκενοῦν, Πλάτ. Τίμ. 82Ε. 2) ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμῶν [[ἐκβάλλω]], χύνομαι, ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 1. 6 (ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ προσ., ἐξίει, ἴδε Schweigh. ἐν 1, 180), κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 103: πρβλ. [[ἐκδίδωμι]] ΙΙ, [[ἐκβάλλω]] IX. 2. ΙΙ. Μέσ., [[ἀποβάλλω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει, [[ἐπεὶ]] πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, «[[ἐπεὶ]] δὲ τὴν ἐπιθυμίαν ἐπλήρωσαν τῆς τε πόσεως καὶ τῆς τροφῆς» (Θ. Γαζῆς) (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. postquam exemta fames et amor compressus edendi), Ἰλ. Α. 469· ἐξ ἔρον ἱέμενος Θέογν. 1064. 2) [[ἀποπέμπω]], [[ἀπολύω]], [[χωρίζω]], γυναῖκα Ἡρόδ. 5. 93.
}}
}}