Anonymous

ἐξίημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐξίημι''': (ἴδε [[ἵημι]]), [[ἐξαποστέλλω]] ἢ [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἐξέλθῃ, ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ’ ἱκέτευεν [[ὁπόθεν]] [[ἐξίμεναι]], «ἐκπέμψαι» (Σχόλ.), (Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀντὶ τοῦ ἐξεῖναι), Ὀδ. Λ. 531· μηδ’ [[ἐξέμεν]] ἄψ ἐς Ἀχαιοὺς Ἰλ. Λ. 141· ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον [[εἴην]], ἀφοῦ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ θρήνου, Ω. 227· τοὺς ἐπικούρους ἐξῆκε ἐπὶ τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 146· ἐξίει δ’ ὣσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ [[ἱστίον]] ἀνεμόεν, «[[ὥσπερ]] δὲ [[κυβερνήτης]] ἄριστος ἔα πρὸς [[πνεῦμα]] τὸ [[ἱστίον]]» (Σχόλ.), Πίνδ. Π. 1. 177· πάντα κάλων... ἐξιέναι, «[[παροιμία]], πάντα δὴ κάλων κινεῖν... ὁμία τῇ πάντα [[λίθιον]] κίνει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 756 (ἴδε τὴν λέξιν [[κάλως]])· ἐξ. ἀφρὸν Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐξ. ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην, ἐκβάλλειν, Ἡρόδ. 2. 87: - ἐξ. τι ἔς τι, ἐκκενοῦν, Πλάτ. Τίμ. 82Ε. 2) ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμῶν [[ἐκβάλλω]], χύνομαι, ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 1. 6 (ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ προσ., ἐξίει, ἴδε Schweigh. ἐν 1, 180), κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 103: πρβλ. [[ἐκδίδωμι]] ΙΙ, [[ἐκβάλλω]] IX. 2. ΙΙ. Μέσ., [[ἀποβάλλω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει, [[ἐπεὶ]] πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, «[[ἐπεὶ]] δὲ τὴν ἐπιθυμίαν ἐπλήρωσαν τῆς τε πόσεως καὶ τῆς τροφῆς» (Θ. Γαζῆς) (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. postquam exemta fames et amor compressus edendi), Ἰλ. Α. 469· ἐξ ἔρον ἱέμενος Θέογν. 1064. 2) [[ἀποπέμπω]], [[ἀπολύω]], [[χωρίζω]], γυναῖκα Ἡρόδ. 5. 93.
|lstext='''ἐξίημι''': (ἴδε [[ἵημι]]), [[ἐξαποστέλλω]] ἢ [[ἐπιτρέπω]] εἴς τινα νὰ ἐξέλθῃ, ὁ δέ με [[μάλα]] πόλλ’ ἱκέτευεν [[ὁπόθεν]] [[ἐξίμεναι]], «ἐκπέμψαι» (Σχόλ.), (Ἐπικ. ἀόρ. β΄ ἀντὶ τοῦ ἐξεῖναι), Ὀδ. Λ. 531· μηδ’ [[ἐξέμεν]] ἄψ ἐς Ἀχαιοὺς Ἰλ. Λ. 141· ἐπὴν γόου ἐξ ἔρον [[εἴην]], ἀφοῦ ἐκπληρώσω τὴν ἐπιθυμίαν τοῦ θρήνου, Ω. 227· τοὺς ἐπικούρους ἐξῆκε ἐπὶ τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 146· ἐξίει δ’ ὣσπερ κυβερνάτας ἀνὴρ [[ἱστίον]] ἀνεμόεν, «[[ὥσπερ]] δὲ [[κυβερνήτης]] ἄριστος ἔα πρὸς [[πνεῦμα]] τὸ [[ἱστίον]]» (Σχόλ.), Πίνδ. Π. 1. 177· πάντα κάλων... ἐξιέναι, «[[παροιμία]], πάντα δὴ κάλων κινεῖν... ὁμία τῇ πάντα [[λίθιον]] κίνει» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἱππ. 756 (ἴδε τὴν λέξιν [[κάλως]])· ἐξ. ἀφρὸν Εὐρ. Βάκχ. 1122· ἐξ. ἐκ τῆς κοιλίης τὴν κεδρίην, ἐκβάλλειν, Ἡρόδ. 2. 87: - ἐξ. τι ἔς τι, ἐκκενοῦν, Πλάτ. Τίμ. 82Ε. 2) ἀμεταβ., ἐπὶ ποταμῶν [[ἐκβάλλω]], χύνομαι, ἐς θάλασσαν Ἡρόδ. 1. 6 (ἐν τῷ γ΄ ἑνικῷ προσ., ἐξίει, ἴδε Schweigh. ἐν 1, 180), κ. ἀλλ., Θουκ. 4. 103: πρβλ. [[ἐκδίδωμι]] ΙΙ, [[ἐκβάλλω]] IX. 2. ΙΙ. Μέσ., [[ἀποβάλλω]] ἀπ’ [[ἐμαυτοῦ]], [[συχν]]. παρ’ Ὁμ. ἐν τῇ φράσει, [[ἐπεὶ]] πόσιος καὶ ἐδητύος ἐξ ἔρον ἕντο, «[[ἐπεὶ]] δὲ τὴν ἐπιθυμίαν ἐπλήρωσαν τῆς τε πόσεως καὶ τῆς τροφῆς» (Θ. Γαζῆς) (τὸ τοῦ Οὐεργιλ. postquam exemta fames et amor compressus edendi), Ἰλ. Α. 469· ἐξ ἔρον ἱέμενος Θέογν. 1064. 2) [[ἀποπέμπω]], [[ἀπολύω]], [[χωρίζω]], γυναῖκα Ἡρόδ. 5. 93.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐξήσω, <i>etc., v.</i> [[ἵημι]];<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> laisser aller hors de :<br /><b>1</b> renvoyer : τινα [[ἐς]] Ἀχαιούς IL qqn chez les Grecs ; ἐπὶ τοὺς Πέρσας HDT chez les Perses;<br /><b>2</b> lancer, acc.;<br /><b>3</b> faire sortir de : [[ἐξέμεναι]] [[ἱππόθεν]] OD faire sortir du cheval (de bois) ; [[ἐξ]]. ἔκ τινος HDT faire sortir une chose d’une autre;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> se diriger au dehors <i>en parl. d’un fleuve</i> : [[ἐς]] πόντον HDT, [[ἐς]] θάλασσαν THC se jeter dans la mer;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξίεμαι renvoyer loin de soi, chasser : γυναῖκα HDT une femme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ἵημι]].
}}
}}