Anonymous

καταμεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ
6_5
(13_3)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] (s. [[μεθύσκω]]), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1363.png Seite 1363]] (s. [[μεθύσκω]]), berauschen, trunken machen; aor., τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον, Her. 1, 106, wie Plat. Gorg. 471 b; Archyt. Stob. fl. 1, 79 u. Sp. Das praes. erst Sp.
}}
{{ls
|lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ˙ ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.
}}
}}