Anonymous

καταμεθύσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ˙ ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.
|lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ˙ ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> κατεμέθυσκον, <i>ao.</i> κατεμέθυσα;<br />enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μεθύσκω]].
}}
}}