3,274,216
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ˙ ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43. | |lstext='''καταμεθύσκω''': ἀόρ. -εμέθῠσα, μεταγ., [[κάμνω]] τινὰ νὰ μεθύσῃ ἐντελῶς, [[ἐμβάλλω]] εἰς μέθην, τούτους καταμεθύσαντες κατεφόνευον Ἡρόδ. 1. 106., 2. 121, 5, Πλάτ. Γοργ. 471Γ˙ ξενίσαι καὶ καταμεθύσαι αὐτὸν Ἀρχύτ. παρὰ Στοβ. 16. 41.-Παθ., μὲ κάμνει τις νὰ μεθύσω, ὑπό τινος κατεμεθύσθην Πολύβ. 5. 39, 2. -Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 43. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>impf.</i> κατεμέθυσκον, <i>ao.</i> κατεμέθυσα;<br />enivrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μεθύσκω]]. | |||
}} | }} |