3,258,369
edits
(13_6a) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] u. ὀδάξομαι, Hippocr. u. sonst, gew. [[ὀδαξάω]], ion. ὀδαξέω, u. alle diese Formen auch ion. mit α, ἀδάξω, ἀδαξέω, <b class="b2">beißen</b>, <b class="b2">stechen</b>, ein Jucken verursachen, u. pass. ein Stechen, Jucken empfinden, u. dah. auch <b class="b2">sich kratzen</b>, reiben, Hippocr. u. Folgde; ὥςπερ ὑπὸ θηρίου τινὸς δεδηγμένος τόν τε ὦμον πλεῖον ἢ [[πέντε]] ἡμέρας ὤδαξον (v. l. ὠδάξουν), Xen. Conv. 4, 28; ὀδαξᾶσθαι, D. Sic. 3, 29 (v. l. ὀδάξασθαι); Ael. H. A. 7, 35; ὠδάξατο, Antiphan. 22 (IX, 86); auch übertr., καρδίαν ὠδαγμένος Soph. frg. 708, Sp., wie Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0291.png Seite 291]] u. ὀδάξομαι, Hippocr. u. sonst, gew. [[ὀδαξάω]], ion. ὀδαξέω, u. alle diese Formen auch ion. mit α, ἀδάξω, ἀδαξέω, <b class="b2">beißen</b>, <b class="b2">stechen</b>, ein Jucken verursachen, u. pass. ein Stechen, Jucken empfinden, u. dah. auch <b class="b2">sich kratzen</b>, reiben, Hippocr. u. Folgde; ὥςπερ ὑπὸ θηρίου τινὸς δεδηγμένος τόν τε ὦμον πλεῖον ἢ [[πέντε]] ἡμέρας ὤδαξον (v. l. ὠδάξουν), Xen. Conv. 4, 28; ὀδαξᾶσθαι, D. Sic. 3, 29 (v. l. ὀδάξασθαι); Ael. H. A. 7, 35; ὠδάξατο, Antiphan. 22 (IX, 86); auch übertr., καρδίαν ὠδαγμένος Soph. frg. 708, Sp., wie Plut. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὀδάξω''': παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) [[αἰσθάνομαι]] δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 ([[ἔνθα]] ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, [[δαγκάνω]], Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 ([[ἔνθα]] ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86. | |||
}} | }} |