3,258,372
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀδάξω''': παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) [[αἰσθάνομαι]] δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 ([[ἔνθα]] ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, [[δαγκάνω]], Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 ([[ἔνθα]] ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86. | |lstext='''ὀδάξω''': παρατ. ὤδαξον, (ὀδὰξ) [[αἰσθάνομαι]] δῆξιν, δηκτικὸν πόνον, ἐρεθισμόν, Ξεν. Συμπ. 4, 28· συνηθέστερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ὀδάξομαι, Ἱππ. 272. 41 καὶ 51., 663. 21 ([[ἔνθα]] ἀδάξεται), Διοσκ. περὶ Δηλητ. Φαρμ. 2, Ἀρετ. περὶ Αἰτ. Χρονικ. Παθ. 2. 5· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ. πρκμ., καρδίαν ὠδαγμένος, ἐν στίχῳ ἀποδιδομένῳ εἰς τὸν Σοφ. (Ἀποσπ. 708)· ὑπερσ. ὠδάγμην, «ἐκνησάμην» Ἡσύχ.· οὕτω καὶ ὀδαξάομαι Ἱππ. 633. 26, Διόδ. 3. 29, Αἰλ. π. Ζ. 7. 35· -έομαι Διοσκ. 2. 150. ΙΙ. = δάκνω, [[δαγκάνω]], Ἡσύχ. - [[Κατὰ]] τὰ Α. Β. 340, 28 «ἀδαξῆσαι: τὸ κνῆσαι, οὐκ ἐν τῷ õ ὀδαξῆσαι. καὶ ἀδαχεῖν τὸ κνήθειν» Σουΐδ. ἐν λέξει ἀδαξῆσαι, Φώτ. ἐν λέξ. ἀδαξῆσαι: [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσ., Ἱππ. 598. 49 ([[ἔνθα]] ὁ Littré (8. 58) ἀναγινώσκει ἀδαξῶντα), 660. 28· μετ’ αἰτ., ὠδάξατο σάρκα, ἔδακειν, Ἀνθ. Ρ. 9. 86. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. impf.</i> ὤδαξον;<br /><i>Pass. f.</i> ὀδάξομαι, <i>part. pf.</i> ὠδαγμένος;<br />souffrir d’une morsure, de démangeaison.<br />'''Étymologie:''' [[ὀδάξ]]. | |||
}} | }} |