Anonymous

ἀπορία: Difference between revisions

From LSJ
6_23
(13_6b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] ἡ, der Zustand eines [[ἄπορος]], 1) Rathlosigkeit, Verlegenheit, Schwierigkeit, ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος Her. 1, 79; vgl. 2, 141; ἀπορίῃσιν ἐνεί. χετο 1, 190; ἐν ἀπορίᾳ ἔχεσθαι 4, 131. 9, 98; Antiph. 5, 65; Plat. Gorg. 522 a; εἰς ἀπορίας ἐμβάλλειν Tim. 91 c; ἐμπίπτειν Theaet. 174 c; παρέχειν Lys. 19, 1. – 2) Mangel, σοφῶν ἀνδρῶν Ar. Ran. 805; τῶν οἰκείων Plat. Rep. III, 405 b; τῶν ἐπιτηδείων Xen. An. 2, 5, 9 u. öfter; Ggstz τὸ [[ἀργύριον]] πορίζεσθαι Plat. Men. 78 e; Geldverlegenheit, Dem. 30, 10; καὶ [[δυσχρηστία]] Pol. 1, 28. 1 u. öfter. Auch τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, Mangel an Ruhe, Thuc. 2, 49. – 3) Bedenklichkeit, Zweifel, ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. Prot. 324 d. Die Frage, Untersuchung, ἡ περὶ σοφίαν [[ἀπορία]] καὶ [[ζήτησις]] Plat. Epin. 974 c; oft Arist., z. B. top. 6, 6, bes. ἀπορίαν λύειν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0321.png Seite 321]] ἡ, der Zustand eines [[ἄπορος]], 1) Rathlosigkeit, Verlegenheit, Schwierigkeit, ἐς ἀπορίην πολλὴν ἀπιγμένος Her. 1, 79; vgl. 2, 141; ἀπορίῃσιν ἐνεί. χετο 1, 190; ἐν ἀπορίᾳ ἔχεσθαι 4, 131. 9, 98; Antiph. 5, 65; Plat. Gorg. 522 a; εἰς ἀπορίας ἐμβάλλειν Tim. 91 c; ἐμπίπτειν Theaet. 174 c; παρέχειν Lys. 19, 1. – 2) Mangel, σοφῶν ἀνδρῶν Ar. Ran. 805; τῶν οἰκείων Plat. Rep. III, 405 b; τῶν ἐπιτηδείων Xen. An. 2, 5, 9 u. öfter; Ggstz τὸ [[ἀργύριον]] πορίζεσθαι Plat. Men. 78 e; Geldverlegenheit, Dem. 30, 10; καὶ [[δυσχρηστία]] Pol. 1, 28. 1 u. öfter. Auch τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, Mangel an Ruhe, Thuc. 2, 49. – 3) Bedenklichkeit, Zweifel, ἀπορίαν ἀπορεῖν Plat. Prot. 324 d. Die Frage, Untersuchung, ἡ περὶ σοφίαν [[ἀπορία]] καὶ [[ζήτησις]] Plat. Epin. 974 c; oft Arist., z. B. top. 6, 6, bes. ἀπορίαν λύειν.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπορία''': Ἰων. -ίη, ἡ, (ἄπορος), [[ἔλλειψις]] πόρου, [[δυσχέρεια]], [[ὅθεν]] Ι. ἐπὶ τόπων, [[δυσκολία]] διαβάσεως, τὸ δύσβατον, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 10. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, [[ἀμηχανία]], [[δυσχέρεια]], καθ’ ἑνικ. καὶ πληθ., ἐς ἀπορίην ἀπιγμένος Ἡρόδ. 1. 79., 2. 141· ἐν ἀπορίῃ ἢ ἐν ἀπορίῃσι ἔχεσθαι ὁ αὐτ. 9. 98., 4. 131, πρβλ. Ἀντιφῶντα 137. 12· ἀπορίῃσι ἐνείχετο Ἡρόδ. 1. 190· ἀπορίην [[παρασχεῖν]] Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13· [[ἀπορία]] τελέθει, μετ’ ἀπαρεμφ., Πινδ. Ν. 7. 154, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 788C· εἰς φρέατα καὶ πᾶσαν ἀπ. ἐμπίπτων Πλάτ. Θεαίτ. 174C: ― [[μετὰ]] γεν. πράγμ., κατὰ μὲν τὴν ἀπορίην τοῦ μὴ γιγνώσκειν κτλ. Ἱππ. περὶ Ἱερῆς Νόσου 301· ἀπ. τοῦ μὴ ἡσυχάζειν, τὸ ἀδύνατον τοῦ νὰ μείνῃ τις [[ἥσυχος]], Θουκ. 2. 49· ἀπ. τῆς προσορμίσεως ὁ αὐτ. 4. 10· ἀπ. τοῦ ἀνακαθαίρεσθαι Πλάτ. Νόμ. 678. 2) τὸ νὰ μὴ ἔχῃ προνοήσῃ τις [[περί]] τινος πράγματος, νὰ διατελῇ [[ἄνευ]] [[αὐτοῦ]], ὁ αὐτ. Μένων 78Ε. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, τὸ ἀκοινώνητον ἢ ἀπροσπέλαστον, καταλέγων τῶν Σκυθέων τὴν ἀπορίην (πιθαν. [[ἐνταῦθα]] νὰ σημαίνῃ τὴν ἔνδειαν) Ἡρόδ. 4. 83· τοῦ ἀποκτείναντος Ἀντιφῶν 119. 27. 2) [[ἔλλειψις]] μέσων ἢ εὐκολιῶν, [[δυσχέρεια]], [[ἀμηχανία]], [[ἀμφιβολία]], [[δυσκολία]], Εὐρ. Ἴων 971, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ. 7. 44, 75· [[συχν]]. παρὰ Πλάτ. καὶ Ξενοφ.· ἀπ. ἐν τῷ λόγῳ Αἰσχίν. 33. 30· [[ἀνία]], [[στενοχωρία]], ἀνησυχία, ἐν ἀσθενίᾳ, Ἱππ. 1153Β, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 5. 3) [[ἀπορία]] τινὸς, [[ἔλλειψις]] προσώπου ἢ πράγματος, σοφῶν ἀνδρῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 806· τροφῆς, χρημάτων κτλ., Θουκ. 1. 11, κτλ.· ἀπώλλυντο… ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύοντος, δι’ ἔλλειψιν ἀνθρώπου [[ὅστις]] νὰ περιποιηθῇ αὐτούς, ὁ αὐτ. 2. 51· [[ἀπορία]] λόγων Πλάτ. Ἀπολ. 38D· κτλ.: ― ἀπολ., [[στέρησις]], [[χρεία]], [[ἔνδεια]], [[πενία]], Θουκ. 1. 123, 4. 32· ἀπ. καὶ [[πενία]] Ἀνδοκ. 18. 42· ἐν ἀντιθ. πρὸς το [[εὐπορία]], Ἀριστ. Πολιτ. 3. 8. 4· κατὰ πληθ., Δημ. 386. 15. IV. ἐν τῇ διαλεκτικῇ, [[ἀπορία]], [[δυσχέρεια]], [[δυσκολία]] τις, ἀπορίᾳ ἐχόμενος Πλάτ. Πρωτ. 321C, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 6. 6, 20, κ. ἀλλ.· ἔχει τι ἀπορίαν [[περί]] τινος ὁ αὐτ. Πολιτικ. 3. 15, 14· αἱ μὲν οὐν ἀπορίαι τοιαῦταί τινες συμβαίνουσιν ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 7. 2, 12· οὐδεμίαν ποιεῖ ἀπ. ὁ αὐτ. Μεταφ. 12. 9, 5, κτλ.· ἀπορίᾳ ἀπορίαν λύειν Διόδ. 1. 37, πρβλ. [[ἀπόρημα]].
}}
}}