Anonymous

κατίσχω: Difference between revisions

From LSJ
6_23
(13_6b)
(6_23)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] (s. [[ἴσχω]]), p. auch [[καταΐσχω]], = [[κατέχω]]; 1) zurückhalten, festhalten; ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον οὐδὲ κατίσχει Il. 23, 321; Ap. Rh. 2, 232; med. bei sich zurückhalten, γυναῖκα νέην' αὐτὸς [[ἀπονόσφι]] κατίσχεαι Il. 2, 233. – 2) innehaben, besitzen, bewohnen; οὔτ' ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται ([[νῆσος]]) Od. 9, 122, sie wird nicht beweidet; ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ [[σμῆνος]] Arist. H. A. 9, 40. – 3) darauflos halten, richten; νῆα κατισχέμεναι ἐς πατρίδα γαῖαν Od. 11, 455; anlanden, ποταμῷ ἐνὶ Φάσιδι νῆα κατίσχει Ap. Rh. 3, 57. – 41 intrans., [[σέλας]] κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, Lichtglanz verbreitet sich vom Himmel herab, Her. 3, 28. – Vgl. [[ἀνίσχω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1402.png Seite 1402]] (s. [[ἴσχω]]), p. auch [[καταΐσχω]], = [[κατέχω]]; 1) zurückhalten, festhalten; ἵπποι δὲ πλανόωνται ἀνὰ δρόμον οὐδὲ κατίσχει Il. 23, 321; Ap. Rh. 2, 232; med. bei sich zurückhalten, γυναῖκα νέην' αὐτὸς [[ἀπονόσφι]] κατίσχεαι Il. 2, 233. – 2) innehaben, besitzen, bewohnen; οὔτ' ἄρα ποίμνῃσιν καταΐσχεται ([[νῆσος]]) Od. 9, 122, sie wird nicht beweidet; ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ [[σμῆνος]] Arist. H. A. 9, 40. – 3) darauflos halten, richten; νῆα κατισχέμεναι ἐς πατρίδα γαῖαν Od. 11, 455; anlanden, ποταμῷ ἐνὶ Φάσιδι νῆα κατίσχει Ap. Rh. 3, 57. – 41 intrans., [[σέλας]] κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, Lichtglanz verbreitet sich vom Himmel herab, Her. 3, 28. – Vgl. [[ἀνίσχω]].
}}
{{ls
|lstext='''κατίσχω''': καὶ [[καταΐσχω]], [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[κατέχω]] (πρβλ. [[κατισχάνω]]), κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], Λατ. detinere, οὐδὲ κατίσχει ἵππους Ἰλ. Ψ. 321, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 115· θυμοῦ [[μένος]] ὀξὺ κατισχέμεν Ὁμ. Ὕμν. 8. 14.― Μέσ., κρατῶ παρ’ ἐμαυτῷ, ἔχω πλησίον μου, γυναῖκα νέην…, ἥν τ’ αὐτὸς… κατίσχεται Ἰλ. Β. 233. ΙΙ. ἔχω ὡς [[κτῆμα]], ἔχω καταλάβει, ἐν τῷ Παθ., (ἡ [[νῆσος]]) οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Ὀδ. Ι. 122, [[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch· ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ [[σμῆνος]], καλύπτουσιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 45. ΙΙΙ. ὁδηγῶ ἢ [[διευθύνω]] [[πρός]] τι, ἐς πατρίδα γαῖαν νῆα κατισχέμεναι Ὀδ. Λ. 456, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 101., 8. 40, Θουκ. 7. 33, κτλ.· νῆα ἐνὶ Φάσιδι, [[εἰσάγω]] εἰς τὸν Φᾶσιν, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 57. IV. ἀμεταβ., [[σέλας]] κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, τὸ φῶς καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἡρόδ. 3. 28, πρβλ. [[ἀνίσχω]].
}}
}}