Anonymous

κατίσχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_23)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατίσχω''': καὶ [[καταΐσχω]], [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[κατέχω]] (πρβλ. [[κατισχάνω]]), κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], Λατ. detinere, οὐδὲ κατίσχει ἵππους Ἰλ. Ψ. 321, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 115· θυμοῦ [[μένος]] ὀξὺ κατισχέμεν Ὁμ. Ὕμν. 8. 14.― Μέσ., κρατῶ παρ’ ἐμαυτῷ, ἔχω πλησίον μου, γυναῖκα νέην…, ἥν τ’ αὐτὸς… κατίσχεται Ἰλ. Β. 233. ΙΙ. ἔχω ὡς [[κτῆμα]], ἔχω καταλάβει, ἐν τῷ Παθ., (ἡ [[νῆσος]]) οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Ὀδ. Ι. 122, [[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch· ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ [[σμῆνος]], καλύπτουσιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 45. ΙΙΙ. ὁδηγῶ ἢ [[διευθύνω]] [[πρός]] τι, ἐς πατρίδα γαῖαν νῆα κατισχέμεναι Ὀδ. Λ. 456, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 101., 8. 40, Θουκ. 7. 33, κτλ.· νῆα ἐνὶ Φάσιδι, [[εἰσάγω]] εἰς τὸν Φᾶσιν, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 57. IV. ἀμεταβ., [[σέλας]] κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, τὸ φῶς καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἡρόδ. 3. 28, πρβλ. [[ἀνίσχω]].
|lstext='''κατίσχω''': καὶ [[καταΐσχω]], [[τύπος]] [[ἰσοδύναμος]] τῷ [[κατέχω]] (πρβλ. [[κατισχάνω]]), κρατῶ [[ὀπίσω]], [[ἀναχαιτίζω]], Λατ. detinere, οὐδὲ κατίσχει ἵππους Ἰλ. Ψ. 321, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 115· θυμοῦ [[μένος]] ὀξὺ κατισχέμεν Ὁμ. Ὕμν. 8. 14.― Μέσ., κρατῶ παρ’ ἐμαυτῷ, ἔχω πλησίον μου, γυναῖκα νέην…, ἥν τ’ αὐτὸς… κατίσχεται Ἰλ. Β. 233. ΙΙ. ἔχω ὡς [[κτῆμα]], ἔχω καταλάβει, ἐν τῷ Παθ., (ἡ [[νῆσος]]) οὐ ποίμνῃσιν καταΐσχεται Ὀδ. Ι. 122, [[ἔνθα]] ἴδε Nitzsch· ἀράχνια κατίσχει ὅλον τὸ [[σμῆνος]], καλύπτουσιν, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 45. ΙΙΙ. ὁδηγῶ ἢ [[διευθύνω]] [[πρός]] τι, ἐς πατρίδα γαῖαν νῆα κατισχέμεναι Ὀδ. Λ. 456, πρβλ. Ἡρόδ. 6. 101., 8. 40, Θουκ. 7. 33, κτλ.· νῆα ἐνὶ Φάσιδι, [[εἰσάγω]] εἰς τὸν Φᾶσιν, πιάνω, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 57. IV. ἀμεταβ., [[σέλας]] κατίσχει ἐξ οὐρανοῦ, τὸ φῶς καταβαίνει ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, Ἡρόδ. 3. 28, πρβλ. [[ἀνίσχω]].
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> retenir, arrêter, acc.;<br /><b>2</b> contenir, diriger : [[νῆα]] [[ἐς]] πατρίδα OD un navire vers la terre de la patrie;<br /><b>II.</b> s’emparer de, envahir, occuper, acc. ; <i>Pass.</i> être rempli, occupé : ποίμνῃσιν OD par des pâturages ; <i>intr.</i> [[σέλας]] κατίσχει [[ἐξ]] οὐρανοῦ HDT la lumière tombant du ciel se répand (sur le monde);<br /><i><b>Moy.</b></i> κατίσχομαι <i>seul. prés.</i> retenir pour soi <i>ou</i> chez soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], ἰσχω.
}}
}}