3,277,172
edits
(13_6b) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] τό, 1) eigtl. die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, die <b class="b2">Haut</b>, διὰ χρώματος Hippocr.; – der Leib selbst, Polem. 1, 19. – 2) die <b class="b2">Farbe</b> der Oberfläche, bes. der Haut; Her. 2, 32. 3, 101; Eur. El. 526; [[χρῶμα]] ἀλλάσσειν Phoen. 1246, wie μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ar. Eq. 399; παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι Plat. Lys. 222 b; übh. Farbe, Phaed. 113 b Theaet. 153 d u. Sp.; auch Schminke. – Eine syrische Farbewurzel, Theophr. – Uebertr., der Schmuck der Rede, colores orationis, Plat. Rep. X, 601 a. – In der Tonkunst ein bes. Tongeschlecht, was sich durch die besondere Vertheilung der Töne des Tetrachords von dem diatonischen u. enharmonischen unterscheidet, Music. – S. auch [[χρόα]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1383.png Seite 1383]] τό, 1) eigtl. die Oberfläche eines Körpers, bes. des menschlichen Leibes, die <b class="b2">Haut</b>, διὰ χρώματος Hippocr.; – der Leib selbst, Polem. 1, 19. – 2) die <b class="b2">Farbe</b> der Oberfläche, bes. der Haut; Her. 2, 32. 3, 101; Eur. El. 526; [[χρῶμα]] ἀλλάσσειν Phoen. 1246, wie μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ar. Eq. 399; παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι Plat. Lys. 222 b; übh. Farbe, Phaed. 113 b Theaet. 153 d u. Sp.; auch Schminke. – Eine syrische Farbewurzel, Theophr. – Uebertr., der Schmuck der Rede, colores orationis, Plat. Rep. X, 601 a. – In der Tonkunst ein bes. Tongeschlecht, was sich durch die besondere Vertheilung der Töne des Tetrachords von dem diatonischen u. enharmonischen unterscheidet, Music. – S. auch [[χρόα]]. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''χρῶμα''': τό, ([[χρώννυμι]]) [[κυρίως]] ἡ [[ἐπιφάνεια]] σώματός τινος, [[μάλιστα]] δὲ τοῦ ἀνθρωπίνου, ἡ ἐπιδερμίς, [[κάθαρσις]] διὰ τοῦ χρώματος Ἱππ. 377. 2. 2) τὸ [[χρῶμα]] τῆς ἐπιφανείας [[μάλιστα]] δὲ τῆς ἐπιδερμίδος, ἡ [[χροιά]], Ἡρόδ. 2. 32, 3. 101, Ἱππ. Ἀφ. 1250, κλπ.· [[χρῶμα]] ἀλλάσσειν Εὐρ. Φοίν. 1246· οὕτω μεθιστάναι τοῦ χρώματος Ἀριστοφ. Ἱππ. 399· τὸ χρ. διακεκναισμένος ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 120· παντοδαπὰ χρώματα ἀφιέναι Πλάτ. Λῦσ. 222Β· χρ. διαμένον, μὴ μεταβαλλόμενον (τοῦ προσώπου), Νικόλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 28· [[οὕτως]] ἐπὶ ζώων, Ξεν. Κυνηγ. 4. 7. 2) [[καθόλου]], [[χρῶμα]] οἱονδήποτε, βάπτειν χρώματα, Πλάτ. Πολ. 429Ε· ἐκ χρωμάτων καὶ σχημάτων θεωρεῖν, δηλ. βλέπειν μόνον τὸ ἐξωτερικόν, [[αὐτόθι]] 601ΑΣ· διὰ τῶν χρ. ἀπεικάζειν Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 1· χρώμασι καὶ σχήμασι μιμεῖσθαι Ἀριστ. Ποιητ. 1. 4· ὅρα τὴν πραγματείαν [[αὐτοῦ]] περὶ χρωμάτων· τοῖς χρ. ἐναλείφειν ὁ αὐτ. ἐν τῷ περὶ Ζῴων Γεν. 2. 6, 29· χρωμάτων [[κρᾶσις]] Λουκ. Ζεῦξις 5· χρ. [[ἔντριψις]], ἐπὶ ψιμυθίου, Ξεν. Κύρου Παιδ. 1. 3, 2· τοῖς ἐγχρίστοις εἰς τοὺς ὀφθαλμοὺς χρώμασιν Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 2. 7, 18· - ἐπὶ φαρμάκων, φάρμακα χρώμασι καὶ ὀσμαῖς πεποικιλμένα Πλάτ. Κρατ. 394Α. ΙΙΙ. [[ῥίζα]] τις ἐν Συρίᾳ, ἐξ ἧς ἐλαμβάνετο χρῶμά τι, Θεόφρ. περὶ Ὀσμ. 31. IV. χρωματισμὸς ὕφους ἐν τῷ συγγράφειν, χρ. λέξεως Διονύσ. Ἁλ. πρὸς Ἀμμ. 2. 2.<br /> 2) μεταφ. ἐν τῷ πληθ., κοσμήμματα, ποικίλματα, ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ κόσμοις Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 239D, πρβλ. Γοργ. 465Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ὕφους ἢ γλώσσης (ὡς τὰ τοῦ Κικέρωνος pignento colores), καὶ ἐπὶ μουσικῆς, γυμνωθέντα … τῶν τῆς μουσικῆς χρωμάτων τὰ τῶν ποιητῶν Πλάτ. Πολ. 601Α, πρβλ. Συμπ. 211Ε. 3) ὡς τεχνικὸς ὅρος ἐν τῇ μουσικῇ ἡ λέξ. [[χρῶμα]] ἐσήμαινε τροποποίησιν τῆς ἁπλουστάτης ἢ διατονικῆς μουσικῆς· ἀλλ’ ἐκαλοῦντο [[ὡσαύτως]], χρώματα αἱ περαιτέρω τροποποιήσεις τῶν τριῶν γενῶν, (τοῦ διατονικοῦ, τοῦ χρωματικοῦ καὶ τοῦ ἐναρμονίου), τὰ [[μέλη]] μεταβολαῖς καὶ χρώμασιν ὡς εὖ κέκραται Ἀντιφάνης ἐν «Τριταγωνιστῇ» 1. 4· ἴδε [[χρωματικός]], [[εὔχροος]] 2, καὶ πρβλ. Λεξ. τῶν Ἀρχαιοτ. Chapell Anc. Mus. σ.121. | |||
}} | }} |