Anonymous

κάτοχος: Difference between revisions

From LSJ
6_15
(13_7_1)
(6_15)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] 1) festgehalten; γαίᾳ [[κάτοχα]] Aesch. Pers. 219; οὐ μὴ 'ξεγερεἴς τὸν ὕπνῳ κάτοχον Soph. Trach. 974, vom Schlaf gefesselt; – von einer Gottheit besessen, begeistert, verzückt; Ἄρηϊ κάτοχον [[γένος]] Eur. Hec. 1090; ἐκ θεοῦ [[κάτοχος]] Plut. Rom. 19, öfter; Philostr. γυναῖκα κάτοχον ἐκ τοῦ θείου γιγνομένην Arr. An. 4, 13; τύφῳ, eingenommen, Luc. Demon. 5. – Bei den Aerzten von dee Starrsucht befallen (s. [[κατοχή]]); auch heißt die, Krankheit selbst ἡ [[κάτοχος]]. – 2) akt., festhaltend; καὶ [[μνημονικός]] Plut. Cat. min. 1; vgl. B. A. 105, 7; πλησάμενος θυμὸν Μούσης κατόχοιο bei Ath. V, 219 d, fesselnd, Freunde anziehend. – Aber [[κτῆσις]] [[κάτοχος]] καὶ [[βέβαιος]] ist ein fester Besitz, D. Hal. iud. de Is. 9. – Bei Poll . 2, 132 οἱ κάτοχοι, die vorragenden Theile des mittleren Halswirbels. – Adv., begeistert; ἐκ θεοῦ κατόχως ἐνθουσιῶν Ael. V. H. 3, 9; = μνημονικῶς, B. A. 105; καὶ ἀκριβῶς βεβάφθαι ib. 237, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1406.png Seite 1406]] 1) festgehalten; γαίᾳ [[κάτοχα]] Aesch. Pers. 219; οὐ μὴ 'ξεγερεἴς τὸν ὕπνῳ κάτοχον Soph. Trach. 974, vom Schlaf gefesselt; – von einer Gottheit besessen, begeistert, verzückt; Ἄρηϊ κάτοχον [[γένος]] Eur. Hec. 1090; ἐκ θεοῦ [[κάτοχος]] Plut. Rom. 19, öfter; Philostr. γυναῖκα κάτοχον ἐκ τοῦ θείου γιγνομένην Arr. An. 4, 13; τύφῳ, eingenommen, Luc. Demon. 5. – Bei den Aerzten von dee Starrsucht befallen (s. [[κατοχή]]); auch heißt die, Krankheit selbst ἡ [[κάτοχος]]. – 2) akt., festhaltend; καὶ [[μνημονικός]] Plut. Cat. min. 1; vgl. B. A. 105, 7; πλησάμενος θυμὸν Μούσης κατόχοιο bei Ath. V, 219 d, fesselnd, Freunde anziehend. – Aber [[κτῆσις]] [[κάτοχος]] καὶ [[βέβαιος]] ist ein fester Besitz, D. Hal. iud. de Is. 9. – Bei Poll . 2, 132 οἱ κάτοχοι, die vorragenden Theile des mittleren Halswirbels. – Adv., begeistert; ἐκ θεοῦ κατόχως ἐνθουσιῶν Ael. V. H. 3, 9; = μνημονικῶς, B. A. 105; καὶ ἀκριβῶς βεβάφθαι ib. 237, 14.
}}
{{ls
|lstext='''κάτοχος''': -ον, ([[κατέχω]]) κρατῶν [[κάτω]], χαμηλά, γῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 538· κ. λίθοι, «οἱ ἐπὶ μνήμασι τιθέμενοι» Ἡσύχ.· [[ἴσως]] τὸ [[κάτοχος]] ἐφαρμόζεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (χθόνιον) ἐπὶ ταύτης τῆς ἐννοίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 539, [[ἔνθα]] ἴδε Böckh. 2) κρατῶν ἰσχυρῶς, συγκρατῶν, συνέχων ἐπὶ τῇ μνήμῃ, Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 1· [[κτῆσις]] κ. καὶ [[βέβαιος]] Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 8· δεσμὸς Πλούτ. 2. 321D. 3) κατέχων, ἐμπνέων, [[Μοῦσα]] Ἀσπασ. παρ’ Ἀθην. 219D. ΙΙ. Παθ., κρατούμενος [[κάτω]], κρατούμενος ἰσχυρῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 223· κατεχόμενος, ἡττώμενος, ὕπνῳ Σοφ. Τρ. 978· ὑποκείμενος, ὑποτεταγμένος, Ἄρει Εὐρ. Ἑκ. 1090. 2) κατεχόμενος, ἐμπνεόμενος, [[θεόπνευστος]], ὡς οἱ προφῆται καὶ οἱ ἐνθουσιῶντες ἢ οἱ ἔνθεοι, δαίμονί τινι Ἀριστ. π. Θαυμασ. 166· ἐκ θεοῦ Πλουτ. Ρωμ. 19· ἐκ τοῦ θείου Ἀρρ. Ἀν. 4. 13, 9· ἐκ Μουσῶν [[Πολυδ]]. Δ΄, 52, Α΄, 15, πρβλ. [[κατέχω]] Α. ΙΙ. 10· [[ἀλλά]], 3) οἱ κάτοχοι [[Διός]], [[ἁπλῶς]] οἱ λατρεύοντες αὐτόν, Συλλ. Ἐπιγρ. 4474, 60., 4475, καὶ Ἡσύχ. «κάτοχοι· οἱ ἱερεῖς τοῦ Ἑρμοῦ». ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ. [[κάτοχος]], ὁ, τὸ δι’ οὗ κρατεῖ τις, ἡ [[λαβή]], Ἡσύχ.· πληθ. [[κάτοχα]], ὁ αὐτ., πρβλ. [[κατωχάνης]]. 2) ἡ [[κάτοχος]], = κατοχὴ ΙΙ. 3, «κατόχους καὶ κατεχομένους ἐκάλουν αὐτοὺς οἱ παλαιοί, κατοχὴν δὲ καὶ κατάληψιν οἱ νεώτεροι τὸ [[πάθος]] ὀνομάζουσιν» Γαλην. 8. 230. 3) ἐν τῷ πληθ., αἱ ἐξοχαὶ τῶν τραχηλικῶν σπονδύλων, [[Πολυδ]]. Β΄, 132. β) [[ψῆφος]] πρὸς ἀρίθμησιν ἢ ὑπολογισμόν, Ἡσύχ. IV. Ἐπίρρ. κατόχως, μνημονικῶς, μὲ πιστότητα, ἐπὶ τῆς μνήμης, Ἕρμιππ. ἐν «Δημ.» 1, πρβλ. Α. Β. 107. 2) ὡς εἰ κατεχόμενος, [[θεόπνευστος]], Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 3. 9, [[Πολυδ]]. 3) ὡς εἰ ἐν καταληψίᾳ διατελῶν, Ἱππ. 213C, κτλ.
}}
}}