3,274,873
edits
(6_12) |
mNo edit summary |
||
(58 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=καρκῐ́νος | ||
|Medium diacritics=καρκίνος | |Medium diacritics=καρκίνος | ||
|Low diacritics=καρκίνος | |Low diacritics=καρκίνος | ||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=karkinos | |Transliteration C=karkinos | ||
|Beta Code=karki/nos | |Beta Code=karki/nos | ||
|Definition=[ῐ], ὁ, heterocl. pl. | |Definition=[ῐ], ὁ, heterocl. pl. [[καρκίνα]] (v. sub. fin.: on the accent v. Hdn.Gr.2.926):—<br><span class="bld">A</span> [[crab]], Epich.53, Hellanic.103 J., S.Ichn.298, Ar. Eq.608, Pl.Euthd.297c, Batr.299; καρκίνος ποδήνεμοι Crates Com.29.3: various species distinguished, Arist.HA525a34, cf. 601a17, al.: [[proverb|prov.]], [[οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν]] = thou shalt never [[make]] the [[crab]] [[walk]] [[straight]] Ar.Pax1083; εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον = 'looking at me with [[saucer]]-[[eye]]s', Herod.4.44.<br><span class="bld">II</span> [[Cancer]], as a [[sign]] in the [[zodiac]], Eudox. ap. Hipparch.1.2.18, Euc. Phaen.p.10 M., Arat.147, etc.<br><span class="bld">III</span> [[eating]] [[sore]] or [[ulcer]], [[cancer]] = [[καρκίνωμα]], Hp.Aph.6.38, D.25.95, Gal.10.83.<br><span class="bld">IV</span> from [[likeness]] of [[shape]] to [[crab]]'s [[claw]]s,<br><span class="bld">1</span> [[pair of pincers]], Aen.Tact.20.3, 32.5, IG11(2).165.11 (Delos, iii B.C.), AP6.92 (Phil.), Ath.10.456d; καρκίνος [[σιδηροῦς]] POxy.521.14 (ii A.D.); used as an [[instrument]] of [[torture]], [[Diodorus Siculus|D.S.]]20.71: in Surgery, [[forceps]], καρκίνος [[ἰατρικός]] IG22.47.16: metaph., λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ καρκίνος E.Cyc.609.<br><span class="bld">2</span> = [[ζύγωμα|ζυγώματα]], [[bone]]s of the [[temple]]s, Poll.2.85.<br><span class="bld">3</span> a kind of [[shoe]], Pherecr.178.<br><span class="bld">4</span> a kind of [[bandage]], Heliod. ap. Orib.48.54 tit., Gal.18(1).777.<br><span class="bld">5</span> [[pair]] of [[compass]]es, Ph.Bel.55.25, Ph.2.192, Gal.Opt.Doctr.3, S.E.M. 10.54: heterocl. pl., καρκίνα σπειροῦχα AP6.295.5 (Phan.).<br><span class="bld">6</span> [[still]], implied in [[καρκινοειδής]] ''ΙΙ'' ([[quod vide|q.v.]]).<br><span class="bld">V</span> pr. n. of Attic tragedian, hence [[proverb|prov.]], [[Καρκίνου ποιήματα]] = [[τὰ αἰνιγματώδη]], Men.525; Megarian pr. n. [[Κερκίνος]] SIG201.12 (iv B.C.). (Cf. Lat. [[cancer]], Skt. karkaṭas '[[crab]]'.) | ||
}} | }} | ||
[[File:Liocarcinus vernalis.jpg|thumb|Liocarcinus vernalis|alt=Liocarcinus vernalis.jpg]] | |||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ὁ, der | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1327.png Seite 1327]] ὁ, der [[Krebs]]; [[οὔποτε]] ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ar. Pax 1049; Plat. Euthyd. 297 c; Arist. H. A. 4, 2; Ath. III, 91 c. – Das Gestirn des Krebses, Arat. 147. – Das bösartige Geschwür, der Krebsschaden, Hippocr. u. a. Medic.; Dem. 25, 95 neben [[φαγέδαινα]] ἢ τῶν ἄλλων ἀνιάτων τι κακῶν. – Von der Ähnlichkeit mit den Krebsscheeren, a) die Zange, [[πυραγρέτης]], Philp. 16 (VI, 92); einen plur. καρκίνα σπειροῦχα hat Phani. 3 (VI, 295); vgl. Phot. lex. Nach Hdn. περὶ μ. λ. p. 21, 21 auch κάρκινος accent.; – ὁ κυκλογραφῶν, der Zirkel, S. Emp. adv. phys. 2, 54. – b) eine Art Fesseln, λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ καρ., Eur. Cycl. 605; καρκίνοις σιδηροῖς τὰ σφυρὰ πιέζων D. Sic. 20, 71. – c) zwei Knochen am Ohre u. an der Schläfe, Poll. 2, 85. – d) eine Art Schuh, Pherecrat. bei Poll. 7, 90. – [Auffallend ist, da ι sich nur kurz findet, die Bemerkung des Arcad. p. 65, 16, daß καρκῖνος zu schreiben, wie auch im Hippocr. steht.] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> écrevisse, <i>poisson</i>;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> <b>1</b> [[Cancer]], [[constellation]];<br /><b>2</b> <i>t. de méd.</i> [[chancre]], [[cancer]], [[tumeur]].<br />'''Étymologie:''' DELG [[κάρκαρος]]. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=καρκίνος -ου, ὁ, plur. κάρκινα krab; spreekw.: ποιεῖν τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν een krab rechtuit laten lopen (d.w.z. het onmogelijke doen) Aristoph. Pax 1083. tang; passer. geneesk. gezwel. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''καρκίνος:''' (ῐ) ὁ (поэт. pl. тж. κάρκινα)<br /><b class="num">1</b> зоол. [[рак]] или [[краб]] Batr., Plat., Arst. etc.: [[οὔποτε]] ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν погов. Arph. никогда ты не научишь рака идти прямо;<br /><b class="num">2</b> астр. [[Рак]] (созвездие) Plut.;<br /><b class="num">3</b> [[раковая опухоль]], [[раковая язва]], [[рак]] Dem.;<br /><b class="num">4</b> [[щипцы]], [[клещи]] (λήψεται ὁ κ. τὸν τράχηλον, ''[[sc.]]'' τοῦ Κύκλωπος Eur.; καρκίνοις σιδηροῖς πιέζειν Diod.): κ. [[πυραγρέτης]] Anth. кузнечные клещи;<br /><b class="num">5</b> [[циркуль]] (ὁ κυκλογραφῶν κ. Sext.). | |||
}} | |||
{{eles | |||
|esgtx=[[cangrejo]], [[Cáncer]] | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο (AM [[καρκίνος]])<br /><b>1.</b> το οστρακόδερμο [[κάβουρας]], [[καβούρι]]<br /><b>2.</b> [[σύμπλεγμα]] νόσων που χαρακτηρίζονται από ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό και ανοργάνωτη [[ανάπτυξη]] προσβεβλημένων κυττάρων σε οποιονδήποτε ιστό του οργανισμού του ανθρώπου και άλλων ζώων<br /><b>3.</b> <b>αστρον.</b> (ως κύριο όν). <i>Καρκίνος</i><br />α) ένα από τα 12 [[σημεία]] (ζώδια) του ζωδιακού κύκλου<br />β) [[αστερισμός]] του βόρειου ημισφαιρίου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[ασθένεια]] τών [[φυτών]] που προέρχεται από νοσηρή κυτταροπλασία<br /><b>2.</b> [[διαβήτης]] με κεκαμμένα σκέλη, με τον οποίο μετρούν το [[πάχος]] ενός αντικειμένου<br /><b>3.</b> [[καρκινικός]] [[στίχος]], δηλ. [[στίχος]] που μπορεί να αναγνωστεί το ίδιο από την [[αρχή]] [[προς]] το [[τέλος]] και αντιστρόφως, όπως, π.χ., «νίψον ἀνομήματα μὴ μόναν ὄψιν»<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> αργοκίνητος, [[βραδυκίνητος]] [[άνθρωπος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[πυράγρα]], [[λαβίδα]] για κάρβουνα όμοια με τις δαγκάνες του κάβουρα<br /><b>2.</b> [[βασανιστήριο]] όργανο με σιδερένιες χηλές σαν τις δαγκάνες του κάβουρα<br /><b>3.</b> (στη [[χειρουργική]]) [[εμβρυουλκός]]<br /><b>4.</b> τα ζυγώματα<br /><b>5.</b> [[είδος]] μηχανής χρήσιμης στην [[ανέλκυση]] λίθων<br /><b>6.</b> [[είδος]] πεδίλων<br /><b>7.</b> [[είδος]] επιδέσμου<br /><b>8.</b> [[είδος]] γεωμετρικού οργάνου, [[διαβήτης]]<br /><b>9.</b> άμβυξ, ένα [[είδος]] κυπέλλου, ποτηριού<br /><b>10.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>oἱ καρκίνοι</i><br />τα ζυγώματα, τα ζυγωματικά οστά του κρανίου<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> «καρκίνα σπειρούχα» — διαβήτες που σχηματίζουν κύκλους (<b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>12.</b> [[κίρκινος]], [[κύκλος]]<br /><b>13.</b> κύριο όν. στους Αττικούς τραγικούς ποιητές («Καρκίνου ποιήματα» — τα αινιγματώδη ποιήματα, Μέν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται σε αναδιπλασιασμένη ΙΕ [[ρίζα]] <i>kar</i>-<i>kar</i> «[[σκληρός]]». Συνδέεται με το λατ. <i>cancer</i> «[[κάβουρας]]» και το αρχ. ινδ. <i>karkata</i>- «[[κάβουρας]]». Η κατάλ. -<i>ίνος</i> [[μάλλον]] για λόγους ανομοιώσεως δύο αλλεπάλληλων -<i>ρ</i>- σε παλαιότερο αμάρτ. τύπο ([[πρβλ]]. λατ. <i>cancer</i> <span style="color: red;"><</span> <i>car</i>-<i>cros</i>). Με τα ανωτέρω συνδέονται πιθ. η [[γλώσσα]] του Ησυχίου [[κάρκαροι]]<br /><i>τραχεῖς</i> και ο αντίστοιχός της αρχ. ινδ. τ. <i>karkara</i>- «[[σκληρός]]» ([[πρβλ]]. το σκληρό [[περίβλημα]] του κάβουρα). Η αρχ. ινδ. λ. <i>karki</i>(<i>n</i>)- «[[ζωδιακός]] [[αστερισμός]] του καρκίνου» [[είναι]] [[δάνειο]] από την Αρχαία Ελληνική.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρκινώδης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρκινάς]], [[καρκινευτής]], [[καρκινίας]], [[καρκίνιον]], [[καρκινώ]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρκινίδιον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρκινοειδής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρκινοβάτης]], [[καρκινόπους]], [[καρκινόχειρες]]<br /><b>μσν.</b><br />[[καρκινόσαρξ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[καρκινοβασία]], [[καρκινοβατώ]], [[καρκινογένεση]], [[καρκινογόνος]], [[καρκινολογία]], [[καρκινολογικός]], [[καρκινόλυση]], [[καρκινολυτικός]], [[καρκινοπαθής]], [[καρκινοποίηση]], [[καρκινοσάρκωμα]], <i>καρκινοφιλία</i>, [[καρκινοφοβία]], <i>καρκίνωψ</i>]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καρκίνος:''' [ῐ], ὁ, με ετερογεν. πληθ. <i>καρκίνα</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[καβούρι]], [[κάβουρας]], Λατ. [[cancer]], σε Βατραχομ., Αριστοφ., Πλάτ.· παροιμ., [[οὔποτε]] ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[ζευγάρι]] δαγκάνες, σε Ανθ.· <i>καρκίνα</i>, πυξίδες, στον ίδ. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καρκίνος''': ῐ , ὁ, | |lstext='''καρκίνος''': ῐ, ὁ, μετὰ ἑτερογεν. πληθ. καρκίνα (ἴδε ἐν τέλ.)· - «κάβουρας», «καβοῦρι», Λατ. cancer, Ἑλλάνικ. 40, Ἀριστοφ. Ἱππ. 608, Πλάτ. Εὐθύδ. 297C. Τοῦ καρκίνου ὑπάρχει [[πλήρης]] περιγραφὴ ἐν Βατραχομυομ. 295, κἑξ.· - διάφορα εἴδη περιλαμβάνονται ὑπὸ τὸ [[ὄνομα]] τοῦτο, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 2 κἑξ.· καθ’ ὅσον τινὲς μὲν αὐτῶν [[εἶναι]] μαλακόστρακοι, ἄλλοι δὲ ὀστρακόδερμοι, [[αὐτόθι]] 8. 17, 11· περὶ τοῦ σχήματος αὐτῶν κτλ. ἴδε 4. 2, 8., 4. 4. 3, 2· ἔστηκε δ’ ἔς μ’ ὀρεῦσα καρκίνου μεῖζον Ἡρώνδ. IV. 44· - παροιμ., οὔποτε ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ἀριστοφ. Εἰρ. 1083. ΙΙ. ὁ Καρκίνος, Cancer, ὡς [[σημεῖον]] ἐν τῷ Ζῳδιακῷ, Ἄρατ. 147, Πλούτ. 2. 908C. III. διαβρωτικὸν [[ἕλκος]] ἢ [[νόσημα]], Ἱππ. Ἀφ. 1257 (ἴδε Foës Oecon.), Δημ. 798, 23: ἀλλαχοῦ [[καρκίνωμα]]. IV. ἐξ ὁμοιότητος πρὸς τὰς χηλὰς τοῦ καρκίνου κατὰ τὸ [[σχῆμα]], 1) [[λαβίς]], [[πυράγρα]], Ἀνθ. Π. 6. 92, Ἀθήν. 456D·Ϗ ὡς [[βασανιστήριον]] [[ὄργανον]], Διόδ. 20. 71· - μεταφ., λήψεται τὸν τράχηλον ἐντόνως ὁ [[καρκίνος]] τοῦ ξένων δαιτυμόνος, ἡ [[πυράγρα]] ἐντόνως θὰ σφίγξῃ τὸν λαιμὸν τοῦ φαγόντος τοῦς ξένους, δηλ. θὰ τιμωρηθῇ ἐπαξίως, Εὐρ. Κύκλ. 609 (οὕτω παρὰ τῷ Ὀβιδ., angebar ceu guttura forcipe pressus). 2) = ζυγώματα, «μετὰ δὲ τούς κροτάφους δύο ὀστῶν εἰσι πλαγίων συμβολαί, περιειληφότων τὰ ὦτα, ὀνομάζονται δὲ ζυγώματα καὶ καρκίνοι» Πολυδ. Β΄, 85. 3) [[εἶδος]] πεδίλων, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 75. 4) [[εἶδος]] ἐπιδέσμου, Γαλην. 12. 476. V. = [[κίρκινος]], [[κύκλος]], Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 54· - τὰ καρκίνα σπειροῦχα, ἐν Ἀνθ. Π. 6. 295, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] διαβῆται σχηματίζοντες κύκλους. (Πρβλ. Σανσκρ. kark-as, Λατ. canc-er). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=Grammatical information: m. (Epich., IA.)<br />Meaning: [[crab]] (on the meaning Thompson Fishes s. v.), metaph.. [[ulcer]], [[pair of pincers]], [[kind of shoe etc.]], also name of a constellation (Scherer Gestirnnamen 167f.). -<br />Derivatives: Diminut. [[καρκίνιον]] (Arist., Hp.), also [[kind of slipper]] (Herod.), [[καρκινάς]], <b class="b3">-άδος</b> f. (Gal., Ael.); [[καρκινίας]] m. name of a precious stone (Plin.; after the colour; as [[καπνίας]] a. o.; Chantraine Formation 94); [[καρκινευτής]] [[crab-catcher]] (Artem. 2, 14; after [[ἁλιευτής]], [[ὀρνιθευτής]] a. o.); [[καρκινώδης]] [[crab-like]] (Arist., medic.). Denomin. verb [[καρκινόω]] [[bend]], [[crook one's fingers]] (Antiph., Thphr.; cf. Strömberg Theophrastea 65), <b class="b3">-όομαι</b> [[become cancerous]], [[suffer from cancer]] (Hp.) with [[καρκίνωμα]] [[cancer]] (medic.), [[καρκίνωσις]] [[formation of dangerous growth]] (Aët.); [[καρκίνωθρον]] (codd. <b class="b3">-αθρον</b>, <b class="b3">-ηθρον</b>) plant name, [[Polygonum aviculare]] (Dsc. 4, 4; after Strömberg Pflanzennamen 147 prop. "Krebsmittel" [?]; rather of the crab-like spreading roots).<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Clearly connected with Lat. [[cancer]] [[crab]], Skt. [[karkaṭa-]] <b class="b2">id.</b>; the morphological details however are not all clear. As in Lat. [[cancer]] from <b class="b2">*car-cro-s</b> [[καρκίνος]] may also have had a dissimilation of [[r-]]sounds with addition of the <b class="b3">ινο-</b>suffix (cf. Schwyzer 490); on the formation of Skt. [[karkaṭa-]] Wackernagel-Debrunner 2: 2, 157 (etymological doubts in Mayrhofer KEWA s. v.). - From [[καρκίνος]] as LW [loanword]. Skt. <b class="b2">karki(n</b>)- [[the crab in the zodiac]] (with [[karka-]] [[crab]] [lex.] as backformation?). - Connection with the adjective for [[hard]] (s. [[κάρκαρος]], [[κράτος]]) seems quite possible. Cf. W.-Hofmann s. [[cancer]] . - The Sanskrit word is probably not cognate (Mayrhofer, EWAia 64, Fur. 129). Fur. connects <b class="b3">κάρχαι καρκίνοι</b>, καὶ <[[κ]]> [[όχλοι]]. [[Σικελοί]] H. [not mentioned in Frisk, DELG], which is evident. This poves Pre-Greek origin. Fur. doubts the correctnes of Lat. [[cancer]] < <b class="b2">*karkro-</b>, which cannot be proven. Fur. prefers to connct [[γάγγραινα]], [[γάγγλιον]]. <b class="b3">-ινο-</b> can be a Pre-Greek suffix (Fur. 129 n. 54; Beekes, Pre-Greek, Suffixes; Fur. also comments on the accentuation). He also adduces (130) the PN [[Κερκίνος]] and the river name [[Κερκινεύς]] (Thessaly) with <b class="b3">*κερκιν-</b>. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=καρκῐ́νος, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> a [[crab]], Lat. [[cancer]], Batr., Ar., Plat.:—[[proverb]]., [[οὔποτε]] ποιήσεις τὸν καρκίνον ὀρθὰ βαδίζειν Ar.<br /><b class="num">II.</b> a [[pair]] of [[tongs]], Anth.: καρκίνα compasses, Anth. | |||
}} | |||
{{FriskDe | |||
|ftr='''καρκίνος''': {karkínos}<br />'''Grammar''': m. (Epich., ion. att.)<br />'''Meaning''': [[Krebstier]], [[Krabbe]] (zur Bed. ausführlich Thompson Fishes s. v.), übertr. [[Krebsgeschwür]], [[Kneifzange]], [[Art Schuh]], auch N. eines Sternbildes (Scherer Gestirnnamen 167f.).<br />'''Derivative''': Mehrere Ableitungen: Deminutiva [[καρκίνιον]] (Arist., Hp.), auch [[Art Pantoffel]] (Herod.), [[καρκινάς]], -άδος f. (Gal., Ael. u. a.); [[καρκινίας]] m. N. eines Edelsteins (Plin.; nach der Farbe; wie [[καπνίας]] u. a.; Chantraine Formation 94); [[καρκινευτής]] [[Krabbenfänger]] (Artem. 2, 14; nach [[ἁλιευτής]], [[ὀρνιθευτής]] u. a.); [[καρκινώδης]] [[krebsartig]] (Arist., Mediz. u. a.). Denominatives Verb [[καρκινόω]] [[krümmen]], [[verkrampfen]] (Antiph., Thphr.; vgl. Strömberg Theophrastea 65), -όομαι [[krebsartig werden]], [[vom Krebs leiden]] (Hp.) mit [[καρκίνωμα]] [[Krebs]] (Mediz.), [[καρκίνωσις]] [[Bildung von Krebsgeschwüren]] (Aët.); [[καρκίνωθρον]] (codd. -αθρον, -ηθρον) Pflanzenname, [[Polygonum aviculare]] (Dsk. 4, 4; nach Strömberg Pflanzennamen 147 eig. "Krebsmittel" [?]; wohl eher von den krebsartig um sich greifenden Wurzeln).<br />'''Etymology''': Offenbar mit lat. ''cancer'' [[Krebs]], aind. ''karkaṭa''- [[Krebs]], [[Krabbe]] zusammenhängend; die morphologischen Einzelheiten bleiben indessen etwas unklar. Wie in lat. ''cancer'' aus *''car''-''cro''-''s'' scheint auch in [[καρκίνος]] eine Dissimilation der ''r''-Laute eingetreten zu sein mit weiterer Hinzufügung eines ινο-Suffixes (vgl. Schwyzer 490); zur Bildung von aind. ''karkaṭa''- Wackernagel-Debrunner 2: 2, 157 (etymologische Bedenken bei Mayrhofer Wb. s. v.). Aus [[καρκίνος]] als LW. aind. ''karki''(''n'')- [[der Krebs im Tierkreise]] (dazu ''karka''- [[Krabbe]] [Lex.] als Rückbildung?). — Zusammenhang mit dem Adjektiv für [[hart]] (s. [[κάρκαρος]], [[κράτος]]) nach den harten Scheren oder dem harten Panzer ist sehr wohl möglich. Vgl. W.-Hofmann s. ''cancer'' m. Lit. und weiteren Einzelheiten.<br />'''Page''' 1,789-790 | |||
}} | |||
{{elmes | |||
|esmgtx=ὁ 1 [[cangrejo]] utilizado en las prácticas καρκίνον ποτάμιον καὶ στῆρ ποικίλης αἰγὸς παρθένου καὶ κυνοκεφάλου κόπρον, ... ταῦτα βάλε εἰς ὅλμον <b class="b3">un cangrejo de río, grasa de una cabra virgen de piel moteada y excremento de papión, echa todo esto en un mortero</b> P IV 2458 P IV 2687 ἡ δεῖνα σοι θύει, θεά, δεινόν τι θυμίασμα· ... ἄλφιτα καὶ καρκίνοιο χηλάς <b class="b3">fulana quema en tu honor, diosa, una ofrenda terrible: harina y pinzas de cangrejo (en una calumnia de magia maléfica) </b> P IV 2583 P IV 2649 símbolo de Mene P VII 780 2 [[Cáncer]] signo zodiacal, momento para realizar determinadas prácticas ἐν καρκίνῳ παραιτίαν, ἀερομαντεῖον <b class="b3">en Cáncer (realiza) una práctica de reconciliación, aeromancia</b> P III 276 καρκίνῳ· φυλακτήρια <b class="b3">en Cáncer: amuletos</b> P VII 298 P VII 813 | |||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[crab]]=== | |||
Afrikaans: krap; Ahom: 𑜆𑜥; Ainu: アㇺパイ, アㇺパヤヤ; Albanian: gaforre; Amharic: ክራብ; Arabic: سَرَطَان; Egyptian Arabic: كبوريا, ابو جلمبو; Hijazi Arabic: سَلْطَعون, سَرَطان; Iraqi Arabic: جِنّيْب; Levantine Arabic: سَلْطَعون; Aramaic Classical Syriac: ܣܪܛܢܐ; Armenian: ծովախեցգետին; Assamese: কেঁকোৰা; Asturian: cangrexu; Azerbaijani: yengəc; Basque: karramarro; Bau Bidayuh: kuyoh; Belarusian: краб; Bengali: কাঁকড়া; Bouyei: baul; Brunei Malay: katam; Bukar-Sadung Bidayuh: ketap; Bulgarian: мо́рски рак, рак; Burmese: ကဏန်း; Canela: paj; Catalan: cranc, carranc; Central Melanau: ketem, buyou; Chamicuro: majchelo; Chamorro: pånglao; Chechen: краб; Chichewa: nkhanu; Chinese Cantonese: 蟹, 螃蟹; Hakka: 老蟹; Mandarin: 螃蟹, 蟹; Min Dong: 蠞; Min Nan: 蟳仔, 𫊻仔, 蟳, 𫊻; Wu: 蟹; Chukchi: каӈколгын; Coptic: ⲥⲁⲣⲇⲱⲟⲛ; Cornish: kanker; Czech: krab; Danish: krabbe; Dhivehi: ކަކުނި; Dutch: krab or; Esperanto: krabo; Estonian: krabi; Faroese: krabbi; Finnish: taskurapu, rapu; French: crabe; Friulian: granç, masanete; Galician: cangrexo, caranguexo, craba, rebasca, chabro; Georgian: კრაბი, კიბორჩხალა; German: Krabbe, Krebs; Greek: καβούρι, καρκίνος; Ancient Greek: καρκίνος; Greenlandic: assagiarsuk, saattuaq; Gujarati: કરચલો; Gurani: قرژانگی; Hebrew: סַרְטַן; Hindi: केकड़ा, केंकड़ा, सरतान, कर्कट; Hungarian: rák; Icelandic: krabbi; Ido: krabo; Indonesian: kepiting, ketam; Irish: portán; Italian: granchio; Japanese: カニ, 蟹; Kanakanabu: 'apasʉ; Kannada: ಏಡಿ; Kapampangan: ema; Kazakh: таңқышаян; Khmer: ក្ដាម; Kikai: 蟹; Kimaragang: tongkuyu; Korean: 게; Kurdish Central Kurdish: قِرژاڵ; Northern Kurdish: kevjal; Southern Kurdish: قِرژِنگ; Kyrgyz: краб; Lao: ປູ; Latin: cancer, cancer marinus; Latvian: krabis; Lithuanian: krabas; Lü: ᦔᦴ; Macedonian: рак; Malagasy: foza, fozakinga; Malay: ketam, yuyu; Malayalam: ഞണ്ട്; Maltese: granċi, granċ; Manchu: ᡴᠠᡨᡠ᠋ᡵᡳ; Manx: partan; Maori: pāpaka, waerau; Marathi: खेकडा; Miyako: 蟹; Mon: ဂတာံ; Mongolian Cyrillic: наймалж, хавч; Uyghurjin: ᠨᠠᠢᠮᠠᠯᠵᠢ, ᠬᠠᠪᠴᠢ; Mulam: ˀjai⁵; Nanticoke: tah!quah; Navajo: chʼosh bikágí ntłʼizí; Nepali: गँगटा; Ngazidja Comorian: djandze; Norman: crabbe; Northern Sami: reabbá; Norwegian Bokmål: krabbe or; Nynorsk: krabbe or; Occitan: cranc, fovolha; Ojibwe: ashaageshiinh; Oki-No-Erabu: 蟹; Okinawan: 蟹; Old English: crabba, cancer; Orok: э̄мэ; Pashto: چنګاښ, نېښي; Persian: خرچنگ, کرزنگ; Plautdietsch: Kjräft; Polish: krab; Portuguese: caranguejo, siri; Romanian: crab; Romansch: giomber; Russian: краб; Sanskrit: कर्कट; S'gaw Karen: ဆွဲၣ်; Scots: partan; Scottish Gaelic: partan; Serbo-Croatian Cyrillic: рак, краба; Roman: rak, kraba; Shan: ပူ; Sicilian: granciu; Sinhalese: කකුළුවා; Slovak: krab; Slovene: rakovica; Somali: carsaanyo; Sotho: lekhala, lekgala; Spanish: cangrejo, jaiba; Swahili: kaa; Swedish: krabba; Tagal Murut: pua'; Tagalog: alimango, katang; Tai Dam: ꪜꪴ; Tajik: харчанг; Tamil: நண்டு; Tatar: кысла; Telugu: పీత; Thai: ปู; Tibetan: སྡིག་སྲིན; Tswana: lekakauwe; Turkish: yengeç; Turkmen: leňňeç; Tuvan: краб; Ukrainian: краб; Urdu: کیکڑا, گیگڑا; Uyghur: قىسقۇچپاقا; Uzbek: krab, qisqichbaqa, dengiz qisqichbaqasi; Venetian: granso, granzi; Vietnamese: cua; Welsh: cranc; West Coast Bajau: kabou; West Frisian: krab; Xhosa: unonkala; Yakut: краб; Yiddish: קראַב; Yoron: 蟹; Zazaki: kerkinc, kerkınc; Zhuang: baeu; Zulu: inkala | |||
===[[pincers]]=== | |||
Arabic: كَلْبَتَان; Armenian: աքցան; Aromanian: cleashti; Azerbaijani: kəlbətin; Bashkir: ҡыпһыуыр, ҡыпсыуыр; Belarusian: абцугі́; Bulgarian: клещи; Chechen: морзах; Chinese Mandarin: 鉗子, 钳子, 鉗, 钳; Czech: kleště; Dutch: knijptang; Finnish: hohtimet; French: tenaille, pinces; Georgian: მარწუხი, მაშები; German: Zange, Monierzange; Greek: τανάλια; Hungarian: harapófogó; Ido: pinco, tenalio; Italian: tenaglia; Japanese: やっとこ, 矢床; Latin: forceps; Macedonian: клешти; Maori: kuku; Norwegian Bokmål: tang, knipetang or; Nynorsk: tong, knipetong; Old Portuguese: tẽaz; Persian: انبرک; Polish: kleszcze; Portuguese: tenaz, pinça; Rade: pen; Romanian: clește; Russian: кле́щи, щипцы́; Slovak: kliešte; Sorbian Lower Sorbian: klěšće; Spanish: pinzas, tenaza; Swedish: tång, hovtång, kniptång; Tagalog: bahaypato; Thai: คีม; Turkish: kerpeten; Vietnamese: kềm, kìm | |||
===[[cancer]]=== | |||
Afrikaans: kanker; Albanian: kancer; Apache Western Apache: ka iyáni; Arabic: سَرَطَان; Aragonese: cáncer; Armenian: քաղցկեղ, խլիրդ; Asturian: cáncer; Azerbaijani: xərçəng; Basque: minbizi; Belarusian: рак; Bengali: ক্যান্সার; Breton: krign-bev, krankr; Bulgarian: рак; Burmese: ကင်ဆာရောဂါ; Catalan: càncer; Cherokee: ᎠᏓᏰᏍᎩ; Chinese Cantonese: 癌, 癌症; Gan: 癌; Mandarin: 癌症; Wu: 癌; Czech: rakovina; Danish: kræft; Dhivehi: ކެންސަރު; Dutch: kanker; Erzya: цюци; Esperanto: kancero; Estonian: vähktõbi; Faroese: krabbamein, krabbi; Finnish: syöpä; French: cancer; Friulian: cancar; Galician: cancro, cáncer; Georgian: კიბო; German: Krebs; Greek: καρκίνος; Ancient Greek: καρκίνος; Greenlandic: kræfti; Gujarati: કર્કરોગ; Hebrew: סרטן; Hindi: कर्कट, कैंसर; Hungarian: rák; Icelandic: krabbamein, krabbi; Ido: kancero; Inari Sami: puurâs; Indonesian: kanker; Interlingua: cancere; Irish: ailse; Italian: cancro; Japanese: 癌; Javanese: ꦥꦸꦫꦸꦲꦪꦭ꧀; Kalmyk: гүлгн; Khmer: កង់ស៊ែរ; Korean: 암; Kurdish Central Kurdish: شێرپەنجە; Northern Kurdish: şêrpence; Lao: ມະເຮັງ; Latvian: vēzis; Lithuanian: vėžys; Luxembourgish: Kriibs; Macedonian: рак; Malagasy: asorotany; Malay: barah, kanser; Malayalam: അർബുദം; Manx: kanghyr; Maori: mate pukupuku, pukupuku; Mi'kmaq: go'gwejij anim; Mongolian: хорт хавдар; Navajo: łóód doo nádziihii, naałdzid; Norman: cancèr; Northern Sami: borasdávda, boras, sonahat; Norwegian: cancer; Bokmål: kreft; Nynorsk: kreft; Occitan: càncer; Persian: سرطان, نج, خرچنگ, چنگار; Plautdietsch: Kjräft; Polish: nowotwór złośliwy, rak; Portuguese: câncer, cancro; Romanian: cancer; Russian: рак, злока́чественная о́пухоль; Samogitian: viežīs, viežīs; Scottish Gaelic: aillse; Serbo-Croatian Cyrillic: рак; Roman: rak; Sicilian: càncaru, cancru, tumuri; Skolt Sami: poorrikõpp; Slovak: rakovina, rak anim; Slovene: rak anim; Somali: kansar; Spanish: cáncer; Swahili: saratani, kansa; Swedish: cancer; Tagalog: kanser; Tajik: саратон; Tamil: புற்றுநோய்; Telugu: కాన్సర్; Thai: มะเร็ง; Tibetan: སྐྲན་ནད; Turkish: kanser; Udmurt: тэльсе; Ukrainian: рак; Uyghur: please add this translation if you can Venetian: cancaro, càncaro; Vietnamese: ung thư; Võro: vähktõbi, vähk; Welsh: cancr; Yiddish: עמעסע מעשׂה, יענע מעשׂה, ראַק; Zhuang: bingh'aizcwng | |||
===Cancer (zodiac)=== | |||
Albanian: Gaforrja; Arabic: بُرْج اَلسَّرَطَان, اَلسَّرَطَان; Armenian: Խեցգետին; Asturian: Cáncer, Cámbaru; Azerbaijani: Xərçəng; Bengali: কর্কট; Burmese: ကရကဋ်; Catalan: Cranc, Càncer; Chinese Mandarin: 巨蟹座; Cornish: an Kanker; Czech: Rak; Danish: Krebsen; Dutch: Kreeft; Esperanto: Kankro; Finnish: Krapu; French: Cancer; Galician: Cáncer; Georgian: კირჩხიბი; German: Krebs; Greek: Καρκίνος; Ancient Greek: Καρκίνος; Hebrew: סַרְטַן; Hindi: कर्क, कर्कट, केकड़ा; Hungarian: Rák; Icelandic: Krabbinn; Indonesian: Kanser; Irish: an Portán; Italian: Cancro; Japanese: 巨蟹宮; Kazakh: Шаян; Khmer: កក្កដា; Korean: 거해궁; Latvian: Vēzis; Lithuanian: Vežys; Luxembourgish: Kriibs; Macedonian: рак; Malay: Ketam, Sartan, Kanser; Maltese: Kanċer, Il-Granċ; Norwegian: Krepsen; Old English: Crabba; Persian: خرچنگ; Polish: Rak; Portuguese: câncer; Romanian: Cancerului, Racului; Russian: Рак; Sanskrit: कर्कट, कर्क; Slovene: Rak; Swahili: Saratani, Kaa; Tagalog: Alimango; Telugu: కర్కాటకరాశి, కర్కాటకము, కర్కటము, కర్కటం; Thai: กรกฎ; Turkish: Yengeç; Yiddish: די יענע מעשׂה | |||
===[[pair of compasses]]=== | |||
Arabic: فِرْجَار, بِرْكَار, دَوَّارَة, بِيكَار; Gulf Arabic: فرجار; Armenian: կարկին; Azerbaijani: pərgar; Basque: konpas; Belarusian: цыркуль; Bulgarian: пергел; Catalan: compàs; Chinese Cantonese: 圓規/圆规; Mandarin: 圓規/圆规; Crimean Tatar: pergel; Czech: kružítko; Danish: passer; Dutch: [[passer]]; Esperanto: cirkelo; Estonian: sirkel; Finnish: harppi; French: [[compas]]; Galician: compás; Georgian: ფარგალი; German: [[Zirkel]]; Greek: [[διαβήτης]]; Ancient Greek: [[διαβήτης]], [[καρκίνος]]; Hebrew: מחוגה; Hindi: परकार; Hungarian: körző; Icelandic: sirkill, hringfari; Indonesian: jangka; Irish: compás; Old Irish: gabalrind; Italian: [[compasso]]; Japanese: コンパス; Kalmyk: һортьг; Kannada: ಕೈವಾರ; Korean: 콤파스, 컴퍼스; Latin: [[circinus]]; Latvian: cirkulis; Lithuanian: skriestuvas; Macedonian: шестар; Malay: jangka lukis; Maori: tāporowhita, tuhiporowhita; Middle English: compas; Norwegian: passer; Ojibwe: waawiyebii'igan; Ottoman Turkish: پرگار; Persian: پرگار; Polish: cyrkiel; Portuguese: [[compasso]]; Romanian: compas; Russian: [[циркуль]]; Serbo-Croatian: šestar; Slovene: šestilo; Spanish: [[compás]]; Swahili: bikari; Swedish: passare; Telugu: వృత్తలేఖిని; Thai: วงเวียน, กงเวียน, กางเวียน; Thai: วงเวียน; Turkish: pergel; Uzbek: sirkul; Vietnamese: com-pa; West Frisian: passer c | |||
}} | }} |