Anonymous

στύφω: Difference between revisions

From LSJ
1,522 bytes added ,  5 August 2017
6_3
(13_5)
(6_3)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] zusammenziehen, dicht, fest, hart machen, bes. vom zusammenziehenden, herben Geschmack, χείλεα στυφθείς, dem die Lippen durch Säure zusammengezogen sind, Ep. ad. 386 (IX, 375). – Auch intrans. von zusammenziehendem, herbem Geschmack sein, Strab. XI, 518; Diosc. u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] zusammenziehen, dicht, fest, hart machen, bes. vom zusammenziehenden, herben Geschmack, χείλεα στυφθείς, dem die Lippen durch Säure zusammengezogen sind, Ep. ad. 386 (IX, 375). – Auch intrans. von zusammenziehendem, herbem Geschmack sein, Strab. XI, 518; Diosc. u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''στύφω''': [ῡ], μέλλ. -ψω (ἴδε ἐν λέξ. [[στυφελός]])· - [[συστέλλω]], συμμαζεύω, [[στύφω]], [[κοιλία]] στύφεται, γίνεται [[δύσκολος]], δὲν ἐνεργεῖ κανονικὰς κενώσεις, Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 285· [[μάλιστα]] ἡ διὰ στυπτικῶν μέσων προπαρασκευὴ τῶν ἐρίων πρὸς βαφήν, στ. τά βάψιμα τῶν ἱματίων Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν βίῳ Πυθ. σ. 162, πρβλ. Πλάτ. Πολ. 429D· - [[μάλιστα]] ἐπὶ στυφούσης γεύσεως, χείλεα στυφθεὶς Ἀνθ. Π. 9. 375· [[ὡσαύτως]], ἄνδρες ἐστυμμένοι, = στυφελοί, Ἐκκλ.· μεταφορ., ἐπὶ ἤχων, φωναὶ στύφουσαι τὴν ἀκοήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ διαχέουσαι, Διονύσ. Ἁλ. περὶ Συνθ. 15. ΙΙ. ἀμεταβ. (ἂν καὶ εὐκόλως δυνάμεθα νὰ ὑπονοήσωμεν αἰτιατικήν), προξενῶ στυφότητα (στυφάδα) ἢ εἶμαι [[στυφός]], Ἀριστ. Προβλ. 1. 38, Φιλωνίδ. παρ’ Ἀθην. 675Ε, Διοσκ. 1. 169, 172, Ἱκέσιος παρ’ Ἀθην. 321Α. 2) μεταφορ., εἶμαι [[τραχύς]], [[αὐστηρός]], [[κατηφής]], Θεμίστ. 339Α. [ῡ, Νικ. Ἀλεξιφ. 375].
}}
}}