3,274,313
edits
(6_4) |
|||
(16 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diokteos | |Transliteration C=diokteos | ||
|Beta Code=diwkte/os | |Beta Code=diwkte/os | ||
|Definition=α, ον, verb. Adj. of | |Definition=α, ον, verb. Adj. of [[διώκω]],<br><span class="bld">A</span> to [[be pursued]], [[Herodotus|Hdt.]]9.58, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''221.<br><span class="bld">2</span> of objects, to [[be pursued]], [[Plato|Pl.]]''[[Theaetetus|Tht.]]''167d, etc.<br><span class="bld">II</span> διωκτέον [[one must pursue]], Id.''Grg.''507d, al.: pl., διωκτέα ἐφαίνετο Arr.''An.''3.21.6. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-α, -ον<br />[[que debe ser perseguido]] διωκτέοι εἰσὶ ἐς ὃ καταλαμφθέντες δώσουσι ... δίκας deben ser perseguidos hasta que una vez alcanzados, paguen</i> Hdt.9.58, ταῦτα διωκτέα τοῖς νέοις Pl.<i>R</i>.400e, οὐδὲ γὰρ τοῦτο φευκτέον, ἀλλὰ δ. τῷ νοῦν ἔχοντι pues no hay que rehuir esto (el método interrogativo), sino que debe ser perseguido por el inteligente</i> Pl.<i>Tht</i>.167d, ταῦτα ἀκούσαντι Ἀλεξάνδρῳ ... διωκτέα ἐφαίνετο Arr.<i>An</i>.3.21.6, cf. Ar.<i>Ach</i>.221. | |||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qu'il faut <i>ou</i> qu'on peut poursuivre.<br />'''Étymologie:''' [[διώκω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διωκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[διώκω]], ὃν πρέπει νὰ καταδιώξῃ τις, Ἡρόδ. 9. 58, Ἀριστοφ. Ἀχ. 221. 2) ἐπὶ ἀντικειμένου ὃ πρέπει νὰ ἐπιδιώξῃ τις, Πλάτ., κτλ. ΙΙ. διωκτέον, πρέπει τις νὰ καταδιώξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ, Πλάτ. Γοργ. 507D, κ. ἀλλ. | |lstext='''διωκτέος''': -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[διώκω]], ὃν πρέπει νὰ καταδιώξῃ τις, Ἡρόδ. 9. 58, Ἀριστοφ. Ἀχ. 221. 2) ἐπὶ ἀντικειμένου ὃ πρέπει νὰ ἐπιδιώξῃ τις, Πλάτ., κτλ. ΙΙ. διωκτέον, πρέπει τις νὰ καταδιώξῃ ἢ ἐπιδιώξῃ, Πλάτ. Γοργ. 507D, κ. ἀλλ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διωκτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του [[διώκω]]·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πρέπει να καταδιωχθεί, σε Ηρόδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> <i>διωκτέον</i>, πρέπει [[κάποιος]] να καταδιώξει ή να επιδιώξει, σε Πλάτ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[διωκτέος]], η, ον <i>adj</i> verb. adj. of [[διώκω]]<br /><b class="num">I.</b> to be pursued, Hdt., Ar.<br /><b class="num">II.</b> διωκτέον, one must [[pursue]], Plat. | |||
}} | }} |