Anonymous

ἔσχατος: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_7_2)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1046.png Seite 1046]] η, ον (auch 2 Endgn, Arat. Phaen. 625. 628 u. Lesart der mss. Strab. 2, 5, 14), der <b class="b2">äußerste, letzte</b>, entlegenste; bei Hom. nur örtlich, der z. B. die Aethiopen ἔσχατοι ἀνδρῶν nennt, die am äußersten Rande der Erde wohnten, Od. 1, 23; ähnl. von den Phäaken, 6, 205; vgl. auch Il. 10, 434; [[ναυτιλία]], πλοῦς, Pind. N. 3, 21 P. 10, 28; γᾶς ἔσχατον τόπον Aesch. Prom. 416; ὅροι 669, vgl. Pers. 848; so auch Soph. Tr. 1090; τάξιν ἐσχάτην ἔχει Ai. 4; [[στήλη]], am äußersten Ziele, El. 710; πρὸς τὴν ἕω ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδική Her. 3, 106; τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεος, τῶν στρατοπέδων, Thuc. 8, 95. 4, 96; ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς [[ἦσαν]], sie wohnten an den äußersten Gränzen, 2, 96; [[ἕως]] ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ, von einem Ende zum andern, Her. 7, 100; παρ' ἔσχατα τῆς Αχερουσιάδος λίμνης Plat. Phaed. 113 h; σάρκες Soph. Tr. 1042, das Innerste. – Oft übertr., das Aeußerste, Letzte, Höchste, τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι P^ind. Ol. 1, 113; ἐλπίδες I. 6, 36; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, die allergrößten, Phil. 65; [[πόνος]] καὶ [[ἀγών]] Plat. Phaedr. 247 d; [[ἀδικία]], die äußerste Ungerechtigkeit, Rep. II, 361 a; τὸ πάντων μέγιστόν τε καὶ ἔσχατον πάσχειν Phaed. 83 c; ἐπ' ἔσχατον [[ἐλθεῖν]] ἀηδίας Phaedr. 240 d; ἐπὶ τὸ ἔσχ. τοῦ ἀγῶνος [[ἐλθεῖν]] Thuc. 4, 92; ἐς τὸ ἔσχ. τοῦ κακοὺ ἀπιγμένοι Her. 8, 52; [[κίνδυνος]] Dem. 59, 1; – τὰ ἔσχατα [[παθεῖν]], das Aergste, gew. den Tod erleiden, Xen. u. A., u. so vorzugsweise von schlimmen Dingen. – Der Letzte, Niedrigste, Schlechteste, [[ἀνδράποδον]] Alciphr. 3, 43. – Von der Zeit, zuletzt, ἔσχατόν σου τοὐμὸν ἅπτεται [[δέμας]] Soph. O. C. 1547; διεκαρτέρεε ἐς τὸ ἔσχατον, bis zuletzt, Her. 7, 107; Thuc. 3, 46; τὸ ἔσχατον, adverbial, zuletzt, Plat. Gorg. 473 c u. öfter. – Comp. ἐσχατώτερος, Arist. metaph. 10, 4; τὰ ἐσχατώτατα παθών Xen. Hell. 2, 3, 49. – Adv. ἐσχάτως, äußerst, höchst, z. B. [[φιλοπόλεμος]] Xen. An. 2, 6, 1; διακεῖσθαι, ἔχειν, sich in der elendesten Lage befinden, Pol. 1, 24, 2 u. a. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1046.png Seite 1046]] η, ον (auch 2 Endgn, Arat. Phaen. 625. 628 u. Lesart der mss. Strab. 2, 5, 14), der <b class="b2">äußerste, letzte</b>, entlegenste; bei Hom. nur örtlich, der z. B. die Aethiopen ἔσχατοι ἀνδρῶν nennt, die am äußersten Rande der Erde wohnten, Od. 1, 23; ähnl. von den Phäaken, 6, 205; vgl. auch Il. 10, 434; [[ναυτιλία]], πλοῦς, Pind. N. 3, 21 P. 10, 28; γᾶς ἔσχατον τόπον Aesch. Prom. 416; ὅροι 669, vgl. Pers. 848; so auch Soph. Tr. 1090; τάξιν ἐσχάτην ἔχει Ai. 4; [[στήλη]], am äußersten Ziele, El. 710; πρὸς τὴν ἕω ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδική Her. 3, 106; τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεος, τῶν στρατοπέδων, Thuc. 8, 95. 4, 96; ἔσχατοι τῆς ἀρχῆς [[ἦσαν]], sie wohnten an den äußersten Gränzen, 2, 96; [[ἕως]] ἐξ ἐσχάτων εἰς ἔσχατα ἀπίκετο καὶ τῆς ἵππου καὶ τοῦ πεζοῦ, von einem Ende zum andern, Her. 7, 100; παρ' ἔσχατα τῆς Αχερουσιάδος λίμνης Plat. Phaed. 113 h; σάρκες Soph. Tr. 1042, das Innerste. – Oft übertr., das Aeußerste, Letzte, Höchste, τὸ ἔσχατον κορυφοῦται βασιλεῦσι P^ind. Ol. 1, 113; ἐλπίδες I. 6, 36; προβᾶσ' ἐπ' ἔσχατον θράσους Soph. Ant. 846; ἔσχατ' ἐσχάτων κακά, die allergrößten, Phil. 65; [[πόνος]] καὶ [[ἀγών]] Plat. Phaedr. 247 d; [[ἀδικία]], die äußerste Ungerechtigkeit, Rep. II, 361 a; τὸ πάντων μέγιστόν τε καὶ ἔσχατον πάσχειν Phaed. 83 c; ἐπ' ἔσχατον [[ἐλθεῖν]] ἀηδίας Phaedr. 240 d; ἐπὶ τὸ ἔσχ. τοῦ ἀγῶνος [[ἐλθεῖν]] Thuc. 4, 92; ἐς τὸ ἔσχ. τοῦ κακοὺ ἀπιγμένοι Her. 8, 52; [[κίνδυνος]] Dem. 59, 1; – τὰ ἔσχατα [[παθεῖν]], das Aergste, gew. den Tod erleiden, Xen. u. A., u. so vorzugsweise von schlimmen Dingen. – Der Letzte, Niedrigste, Schlechteste, [[ἀνδράποδον]] Alciphr. 3, 43. – Von der Zeit, zuletzt, ἔσχατόν σου τοὐμὸν ἅπτεται [[δέμας]] Soph. O. C. 1547; διεκαρτέρεε ἐς τὸ ἔσχατον, bis zuletzt, Her. 7, 107; Thuc. 3, 46; τὸ ἔσχατον, adverbial, zuletzt, Plat. Gorg. 473 c u. öfter. – Comp. ἐσχατώτερος, Arist. metaph. 10, 4; τὰ ἐσχατώτατα παθών Xen. Hell. 2, 3, 49. – Adv. ἐσχάτως, äußerst, höchst, z. B. [[φιλοπόλεμος]] Xen. An. 2, 6, 1; διακεῖσθαι, ἔχειν, sich in der elendesten Lage befinden, Pol. 1, 24, 2 u. a. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''ἔσχατος''': -η, -ον, [[ὡσαύτως]], ος, ον, Ἄρατ. 625: (πιθαν. ἐκ τῆς προθ. ἐκ, ἐξ, ὡς εἰ ἦν ἔξατος, [[ἐξώτατος]]): Ι. ἐπὶ τόπου, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ., ὁ [[μάλιστα]] ἀπέχων, [[ἐξώτατος]], [[τελευταῖος]], [[θάλαμος]] ἔσχ., ὁ [[τελευταῖος]] πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] θαλ., Ὀδ. Φ. 9· ἔσχατοι ἄλλων, ἐπὶ τῶν Θρακῶν, οἵτινες ἦσαν οἱ τελευταῖοι ἐν ταῖς τάξεσι τῶν Τρώων, Ἰλ. Κ. 434, πρβλ. Θ. 225, Λ. 8· ἔσχατοι ἀνδρῶν, ἐπὶ τῶν Αἰθιόπων, Ὀδ. Α. 23· οἰκέομεν... ἔσχατα, λέγουσιν οἱ Φαίακες, Ζ. 205· ἐσχάτη τῶν οἰκουμένων ἡ Ἰνδικὴ Ἡρόδ. 3. 106, πρβλ. Θουκ. 2. 96, καὶ [[συχν]]. παρ’ Ἀττ., τὸ ἔσχατον τῆς ἀγορᾶς Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 5, κτλ.· ἀλλὰ [[συχν]]. ἐν συμφωνίᾳ πρὸς τὸ [[ὄνομα]], ὑπ᾿... ἐσχάτην στήλην Σοφοκλ. Ἠλ. 720· τάξιν ἐσχ., τὸ ἀπώτατον [[μέρος]] τοῦ στρατοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Αἴαντ. 4: ― ἐν τῷ πληθυντ., ἔσχατα γαίης Ἡσ. Θ. 731· τὰ ἔσχατα τοῦ ἄστεως, τοῦ στρατοπέδου Θουκ. 8. 95., 4. 96· καὶ [[ἄνευ]] τοῦ ἄρθρου, ἐπ’ ἔσχατα χθονὸς Σοφ. Τρ. 655· ἐξ ἐσχάτων ἐς ἔσχατα ἐπικέσθαι, ἀπὸ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], Ἡρόδ. 7. 100, πρβλ. Ξεν. Πόρ. 1. 6· παρ’ ἔσχατα λίμνης Πλάτ. Φαίδων 113Β, πρβλ. Θουκ. 3. 106. ― [[Κατὰ]] τὰς διαφόρους ἀποστάσεις πράγματός τινος ἔχει καὶ διαφόρους σημασ., ὡς π.χ., ἐσχάτη [[πυρά]], τὸ ἀνώτατον [[μέρος]] αὐτῆς, ἡ κορυφὴ τῆς πυρᾶς, Σοφ. Ἠλ. 900· [[κατώτατος]], βαθύτατος, Λατ. imus, ἀΐδαν τ’ εἰς ἔσχατον ἐλθών, εἰς τὰ κατώτατα τοῦ ᾅδου, Θεόκρ. 16. 52· ἐσχάτην ἅλα Ἀνθ. Π. 13. 27: [[ἐσώτατος]], Λατ. intimus, σάρκες Σοφ. Τρ. 1053· ἐπὶ ἀνθρώπου, [[τελευταῖος]], ἔλαυνε δ’ ἔσχ. ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 734. 2) ἐπὶ βαθμοῦ, [[ἀνώτατος]], [[ὕψιστος]], Πινδ. Ο. 1. 182, Ι. 4. 19 (3. 29)· ἐπὶ παθημάτων, κλ., δεινότατος, [[χείριστος]], κάκιστος, [[πόνος]], [[ἀδικία]], [[κίνδυνος]] Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β, Πολ. 361Α· ὀδύναι αἱ ἔσχ. ὁ αὐτ. ἐν Πρωτ. 354Β· [[δῆμος]] ἔσχ., ἡ χειρίστη [[δημοκρατία]], Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 11, 11. β) ὡς οὐσιαστ., τὸ ἔσχατον, τὰ ἔσχατα, ὁ [[ὕψιστος]] βαθμός, ἐς τὸ ἔσχ. κακοῦ ἀπικέσθαι Ἡρόδ. 8. 52· τετρῦσθαι ἐς τὸ ἔσχ. κακοῦ ὁ αὐτ. 1. 22· διακαρτερέειν ἐς τὸ ἔσχ. ὁ αὐτ. 7. 107· ἐπ’ ἔσχατα βαίνεις Σοφ. Ο. Κ. 217· προβᾶσ’ ἐπ’ ἔσχατον θράσους ὁ αὐτ. ἐν Ἀντιγ. 753· ἐπ’ ἔσχ. ἐλθεῖν ἀηδίας Πλάτ. Φαῖδρ. 240D, πρβλ. Πολ. 301D, κτλ.· ὃ πάντων... ἔσχατόν ἐστι, πάσχειν ὁ αὐτ. ἐν Φαίδωνι 83C· τὰ ἔσχατα πονεῖν Ξεν. Κύρ. 8. 8, 2· πᾶσι τοῖς ἐσχ. ζημιοῦσθαι, extremis suppliciis, Πλάτ. Πολιτικ. 297Ε· ἔσχατ’ ἐσχάτων κακά, τὰ χείριστα τῶν χειρίστων κακῶν, Σοφ. Φιλ. 65, πρβλ. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 87 (Meineke σ. 423)· [[οὕτως]] ἐν τῷ Ὑπερθ., τὰ πάντων ἐσχατώτατα παθεῖν, τὰ χείριστα..., Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 49· ἂν καὶ τοῦτο δὲν [[εἶναι]] ὀρθόν, ὡς παρατηρεῖ ὁ Ἀριστ., οὐ γὰρ τοῦ ἐσχάτου ἐσχατώτερον εἴη ἄν τι Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 4, 4, πρβλ. Φρύν. 135 Lob. 3) ἐπὶ προσώπων, ταπεινότατος, προστυχώτατος, μηδαμινώτατος, Διοδ. Ἐκλογ. Βατ. σ. 9, Δίων Κ. 42. 5, Ἀλκίφρων 3. 43: ― παροιμ., [[οὐδείς]], οὐδ’ ὁ Μυσῶν [[ἔσχατος]], ἐπὶ τῶν εὐτελεστάτων ἀνθρώπων, [[Μάγνης]] ἐν «Ποαστρίᾳ» 1, πρβλ. Φιλήμονα ἐν τῷ «Σικελικῷ» 3, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 481· τὸ ἐν Πλάτ. Θεαίτ. 209Β [[χωρίον]], Μυσῶν τῶν ἔσχατον, φαίνεται ὅτι σημαίνει τὸν [[μάλιστα]] ἀπομεμακρυσμένον κάτοικον τῆς γῆς. Ἴδε Παροιμιογρ. σ. 38 ἔκδ. Gaisf. 4) ἐπὶ χρόνου, [[τελευταῖος]], ἐς τὸ ἔσχ., [[μέχρι]] τέλους, Ἡρόδ. 7. 107· Θουκ. 3. 46· ἔσχ. [[πλοῦς]], [[ναυτιλία]], τὸ [[τέλος]] αὐτῆς, Πινδ. Π. 10. 45, Ν. 3. 39· ἐσχάτας [[ὑπὲρ]] ῥίζας, [[ὑπεράνω]] τῆς τελευταίας ῥίζης τοῦ γένους, Σοφ. Ἀντ. 599· ἔσχ. Ἑλλήνων, Ρωμαίων Πλούτ. Φιλοπ. 1, Βροῦτ. 44: ― οὐδ., ἔσχατον, ὡς Ἐπίρρ., διὰ τελευταίαν φοράν, Σοφ. Ο. 1550· τὸ ἔσχ. Πλάτ. Γοργ. 473C. 5) ἐν τῇ Λογικῇ τοῦ Ἀριστ. τὰ ἔσχατα [[εἶναι]] τὰ τελευταῖα τῶν κατωτάτων ὑποδιαιρέσεων, τὰ ἄτομα, Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 3, 5, πρβλ. Ἀναλυτ. Ὕστ. 2. 13, 5, π. Ζ. Μορ. 1. 3, 20, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ ἔσχ. ἀρχὴ τῆς πράξεως π. Ψυχῆς 3. 10, 2, κτλ. β) ὁ ἔσχ. ὅρος, ἐν τῷ συλλογισμῷ, Ἠθ. Νικ. 7. 10, 13. ΙΙ. -τως, μέχρις ἐσχάτων, καθ’ ὑπερβολήν, Ἱππ. 5. 33· ἐσχ. διαμάχεσθαι Ἀριστοτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 7, 6· ἐσχ. [[φιλοπόλεμος]] Ξεν. Ἀν. 2. 6, 1. 2) [[οὕτως]], ἐς τὸ ἔσχ. = ἐσχάτως, Ἡρόδ. 7. 229, Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 33· εἰς τὰ ἔσχ. [[μάλα]] ὁ αὐτ. ἐν Λακ. 1. 2· οὕτω, τὸ ἔσχατον Πλάτ. Γοργ. 473 κ. ἀλλ.
}}
}}