Anonymous

τυφόω: Difference between revisions

From LSJ
1,690 bytes added ,  5 August 2017
6_1
(13_6b)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] 1) Rauch, Dampf machen, räuchern, umnebeln. – 2) übertr., Dünkel, Einbildung erregen, hoffärthig, stolz machen, τετυφωμένος, im Ggstz von [[μέτριος]], Luc. Nigr. 1; dah. auch = das Gemüth durch Dünkel od. Stolz benebeln, bethören, verblenden, τυφοῦν τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων, Hdn. 6, 5, 24; – übh. dumm, stumpfsinnig machen, u. pass. betäubt, verdutzt werden, sein, bes. perf. τετυφῶσθαι, Dem. 24, 158 u. öfter; τετυφωμένος, ein Thor, Narr, nach Harpocr. von der plötzlich betäubenden u. der Sinne beraubenden Wirkung des [[τυφώς]] (w. m. s.); ὦ τετυφωμένε, Plat. Hipp. mai. 290 a; ἀγνοεῖ καὶ τετύφωται, Pol. 3, 81, 1.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1166.png Seite 1166]] 1) Rauch, Dampf machen, räuchern, umnebeln. – 2) übertr., Dünkel, Einbildung erregen, hoffärthig, stolz machen, τετυφωμένος, im Ggstz von [[μέτριος]], Luc. Nigr. 1; dah. auch = das Gemüth durch Dünkel od. Stolz benebeln, bethören, verblenden, τυφοῦν τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων, Hdn. 6, 5, 24; – übh. dumm, stumpfsinnig machen, u. pass. betäubt, verdutzt werden, sein, bes. perf. τετυφῶσθαι, Dem. 24, 158 u. öfter; τετυφωμένος, ein Thor, Narr, nach Harpocr. von der plötzlich betäubenden u. der Sinne beraubenden Wirkung des [[τυφώς]] (w. m. s.); ὦ τετυφωμένε, Plat. Hipp. mai. 290 a; ἀγνοεῖ καὶ τετύφωται, Pol. 3, 81, 1.
}}
{{ls
|lstext='''τῡφόω''': ([[τῦφος]]) [[περιβάλλω]] διὰ καπνοῦ, πληρῶ καπνοῦ· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφ., πληρῶ τὴν κεφαλήν τινος τύφου, ἀλαζονείας, [[ἐπισκοτίζω]] τὴν διάνοιάν τινος, ἀλαζονείαν καὶ τῦφον ἐμποιῶ (πρβλ. [[τῦφος]]). Πλούτ. 2. 59Α· τ. τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Ἡρῳδιαν. 6. 5· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετύφωμαι, εἶμαι [[πλήρης]] τύφου καὶ ἀλαζονείας, εἶμαι ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] δι’ ὑπερηφανίαν, εἶμαι [[παράφρων]] (πρβλ. [[τυφώδης]]), ὦ τετυφωμένε Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Α· ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Δημ. 116. 6 οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι ὁ αὐτ. 229. 1, πρβλ. 719. 16· ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 16· [[μετὰ]] δοτικ. τρόπου ἢ ὀργάνου, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις Στράβ. 686· ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς Λουκ. Νεκυομ. 12. (Ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει τὸ τετύφωμαι διὰ τοῦ ἐμβεβρόντημαι, ὡς εἰ ἡ [[μανία]] ἣν σημαίνει τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[ἀποτέλεσμα]] τυφῶνος [[ἤτοι]] θυέλλης [[μετὰ]] βροντῶν).
}}
}}