Anonymous

τυφόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''τῡφόω''': ([[τῦφος]]) [[περιβάλλω]] διὰ καπνοῦ, πληρῶ καπνοῦ· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφ., πληρῶ τὴν κεφαλήν τινος τύφου, ἀλαζονείας, [[ἐπισκοτίζω]] τὴν διάνοιάν τινος, ἀλαζονείαν καὶ τῦφον ἐμποιῶ (πρβλ. [[τῦφος]]). Πλούτ. 2. 59Α· τ. τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Ἡρῳδιαν. 6. 5· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετύφωμαι, εἶμαι [[πλήρης]] τύφου καὶ ἀλαζονείας, εἶμαι ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] δι’ ὑπερηφανίαν, εἶμαι [[παράφρων]] (πρβλ. [[τυφώδης]]), ὦ τετυφωμένε Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Α· ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Δημ. 116. 6 οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι ὁ αὐτ. 229. 1, πρβλ. 719. 16· ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 16· [[μετὰ]] δοτικ. τρόπου ἢ ὀργάνου, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις Στράβ. 686· ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς Λουκ. Νεκυομ. 12. (Ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει τὸ τετύφωμαι διὰ τοῦ ἐμβεβρόντημαι, ὡς εἰ ἡ [[μανία]] ἣν σημαίνει τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[ἀποτέλεσμα]] τυφῶνος [[ἤτοι]] θυέλλης [[μετὰ]] βροντῶν).
|lstext='''τῡφόω''': ([[τῦφος]]) [[περιβάλλω]] διὰ καπνοῦ, πληρῶ καπνοῦ· ἀλλ’ ἐν χρήσει μόνον μεταφ., πληρῶ τὴν κεφαλήν τινος τύφου, ἀλαζονείας, [[ἐπισκοτίζω]] τὴν διάνοιάν τινος, ἀλαζονείαν καὶ τῦφον ἐμποιῶ (πρβλ. [[τῦφος]]). Πλούτ. 2. 59Α· τ. τινα εἰς ἐλπίδα μειζόνων πραγμάτων Ἡρῳδιαν. 6. 5· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πρκμ. τετύφωμαι, εἶμαι [[πλήρης]] τύφου καὶ ἀλαζονείας, εἶμαι ἐκτὸς [[ἐμαυτοῦ]] δι’ ὑπερηφανίαν, εἶμαι [[παράφρων]] (πρβλ. [[τυφώδης]]), ὦ τετυφωμένε Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 290Α· ληρεῖν καὶ τετυφῶσθαι Δημ. 116. 6 οὐ δὴ ποιήσω τοῦτο· οὐχ οὕτω τετύφωμαι ὁ αὐτ. 229. 1, πρβλ. 719. 16· ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τοῦ οἴνου, Ἀριστ. Προβλ. 3. 16· [[μετὰ]] δοτικ. τρόπου ἢ ὀργάνου, τετυφωμένος τοσαύταις εὐτυχίαις Στράβ. 686· ἐπὶ πλούτοις τε καὶ ἀρχαῖς Λουκ. Νεκυομ. 12. (Ὁ Ἁρποκρ. ἑρμηνεύει τὸ τετύφωμαι διὰ τοῦ ἐμβεβρόντημαι, ὡς εἰ ἡ [[μανία]] ἣν σημαίνει τὸ [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] [[ἀποτέλεσμα]] τυφῶνος [[ἤτοι]] θυέλλης [[μετὰ]] βροντῶν).
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />remplir de fumée, <i>particul.</i> aveugler des fumées de l’orgueil, rendre fou ; <i>Pass. (pf.</i> τετυφῶσθαι) être aveuglé, affolé : [[οὐχ]] [[οὕτω]] τετύφωμαι DÉM je ne suis pas si fou.<br />'''Étymologie:''' [[τῦφος]].
}}
}}