Anonymous

εἴρω: Difference between revisions

From LSJ
1,781 bytes added ,  5 August 2017
6_1
(13_6b)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0735.png Seite 735]] ἐρῶ, εἴρηκα, s. ερ. aor. εἶρα u. ἔρσα, Hippocr. (vgl. compp.),<b class="b2"> aneinanderreihen</b>; στεφάνους Pind. N. 5, 77, d. i. flechten; aber εἰρομένη [[λέξις]] ist bei Ar. rhet. 3, 9, im Ggstz von κατεστραμμένη, ein gedehnter Styl, aus locker aneinandergereiheten Sätzen bestehend, συνδέσμῳ μία, ἣ οὐδὲν ἔχει [[τέλος]] καθ' αὑτήν, ἂν μὴ τὸ [[πρᾶγμα]] λεγόμενον τελειωθῇ, vgl. Plut. εἰρόμενος [[λόγος]] (nach conj.) stoic. rep. 28; εἰρομένης ἀκρασίας garrul. 10. – Dahin gehört als perf. pass. [[ἐερμένος]], ἠλέκτροισιν, von einem goldenen Halsbande mit Elektron, Od. 18, 295, wie 15, 460 μετὰ δ' ἠλέκτροισιν [[ἔερτο]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0735.png Seite 735]] ἐρῶ, εἴρηκα, s. ερ. aor. εἶρα u. ἔρσα, Hippocr. (vgl. compp.),<b class="b2"> aneinanderreihen</b>; στεφάνους Pind. N. 5, 77, d. i. flechten; aber εἰρομένη [[λέξις]] ist bei Ar. rhet. 3, 9, im Ggstz von κατεστραμμένη, ein gedehnter Styl, aus locker aneinandergereiheten Sätzen bestehend, συνδέσμῳ μία, ἣ οὐδὲν ἔχει [[τέλος]] καθ' αὑτήν, ἂν μὴ τὸ [[πρᾶγμα]] λεγόμενον τελειωθῇ, vgl. Plut. εἰρόμενος [[λόγος]] (nach conj.) stoic. rep. 28; εἰρομένης ἀκρασίας garrul. 10. – Dahin gehört als perf. pass. [[ἐερμένος]], ἠλέκτροισιν, von einem goldenen Halsbande mit Elektron, Od. 18, 295, wie 15, 460 μετὰ δ' ἠλέκτροισιν [[ἔερτο]].
}}
{{ls
|lstext='''εἴρω''': (Α): ἀόρ. εἶρα (ἴδε κατωτ.), [[ὡσαύτως]] ἔρσα (ἴδε [[διείρω]]): ― Παθ., μετοχ. πρκμ. ἐρμένος (ἐν-) Ἡρόδ. 4. 190· Ἐπ. [[ἐερμένος]], ἴδε κατωτ., εἰρμένος Βακχυλ. 16. 116 (ἔκδ. Blass)· ― τὸ ἁπλοῦν [[ῥῆμα]] [[εἶναι]] σπάνιον, πρβλ. ἀν-, δι-, ἐν-, ἐξ-, συν- είρω· (περὶ τῆς ῥίζης, ἴδε ἀείρω)· [[συνείρω]], [[συνάπτω]], [[πλέκω]], [[ὁρμαθίζω]], κοινῶς «ὁρμαθιάζω», παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ Ἐπ. παθ. πρκμ., ὅρμον... ἠλέκτροισιν ἐερμένον, «ὡρμαθιασμένον», Ὀδ. Σ. 296· καὶ παθ. ὑπερσυντ., [[μετὰ]] δ’ ἠλέκτροισιν ἔερτο Ὀδ. Ο. 460· οὕτω, περὶ στήθεσσιν ἔερτο μίτρη Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 868. ΙΙ. μεθ’ Ὅμηρ. ἐν τῷ ἐνεργ., στεφάνους [[εἴρην]], Λατ. coronas nectere, Πινδ. Ν. 7. 113· εἴρ. τὰ θεῖα Πλούτ. 2. 1029C· δένω, περιδένω, εἰς βρόχον εἴρας τὸν τράχηλον Ζάλευκος παρὰ Στοβ. 280. 39: ― Παθ., εἰρομένη [[λέξις]], συνεχὲς καὶ χαλαρὸν [[ὕφος]], δηλ. οὐχὶ μετ’ ἀντιθέσεων, [[ἤτοι]] [[μετὰ]] περιόδων καὶ κώλων ἀντιστοιχούντων καὶ [[οὕτως]] εἰπεῖν ἰσορροπούντων, ἀντιτίθεται τῇ κατεστραμμένῃ λέξει, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 2· πρβλ. [[συνείρω]] ΙΙ.
}}
}}