Anonymous

χειρουργέω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] mit der Hand thun; νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο, εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Thuc. 8, 69; im Ggstz von βουλεύειν, Aesch. 2, 117; handhaben, behandeln, Antiph. 1, 20 u. Sp.; bauen, πολλοὶ δὲ κῆποι καὶ πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Plat. Critia. 117 c; selbst, ohne fremde Hülfe handeln, s. Lob. Phryn. p. 120; vom Wundarzt, operiren, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1347.png Seite 1347]] mit der Hand thun; νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο, εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Thuc. 8, 69; im Ggstz von βουλεύειν, Aesch. 2, 117; handhaben, behandeln, Antiph. 1, 20 u. Sp.; bauen, πολλοὶ δὲ κῆποι καὶ πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Plat. Critia. 117 c; selbst, ohne fremde Hülfe handeln, s. Lob. Phryn. p. 120; vom Wundarzt, operiren, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''χειρουργέω''': (*[[ἔργω]]) ἐκτελῶ διὰ τῆς χειρός, [[κατεργάζομαι]], δίδω διὰ τῆς χειρός μου δηλητήριον καὶ δηλητηριάζω τινά, ἡ μὲν διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα ἔχει τὰ [[ἐπίχειρα]] ὧν [[ἀξία]] ἦν Ἀντιφ. 113. 34 (σελὶς 8 ἔκδ. Blass)· [[μάλιστα]] ἐπὶ πράξεων βίας, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Θουκυδ. 8. 69, πρβλ. Αἰσχίν. 43. 30, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 120. 2) [[κατασκευάζω]] διὰ τῆς χειρός, [[κτίζω]], πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Πλάτ. Κριτί. 117C. 3) ἔχω ἐν χερσί, ασκῶ πρακτικῶς, ἔτι καὶ ἐπὶ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 1, καὶ 7. 3· ― [[παράγω]] διὰ τέχνης, διὰ τεχνικῶν μέσων, [[οἷον]] ἐπὶ τῆς τεχνικῆς ἐκκολάψεως τῶν ᾠῶν, Διόδ. 1. 74. ― Παθ., [[μεγάλης]] καλλιεργίας [[τυγχάνω]], ἐπὶ γαιῶν, ὁ αὐτ. 3. 62· παρασκευάζομαι, μαγειρεύομαι ἐντέχνως, ἐπὶ ἐδεσμάτων, Ἀθήν. 153Ε. 4) ἐπὶ χειρουργοῦ, ἐκτελῶ ἐγχείρησιν, Ἱππ. 295. 52, Γαλην., κλπ. 5) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., Διογέν. Λαέρτ. 6. 46.
}}
}}