Anonymous

χειρουργέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_1)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειρουργέω''': (*[[ἔργω]]) ἐκτελῶ διὰ τῆς χειρός, [[κατεργάζομαι]], δίδω διὰ τῆς χειρός μου δηλητήριον καὶ δηλητηριάζω τινά, ἡ μὲν διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα ἔχει τὰ [[ἐπίχειρα]] ὧν [[ἀξία]] ἦν Ἀντιφ. 113. 34 (σελὶς 8 ἔκδ. Blass)· [[μάλιστα]] ἐπὶ πράξεων βίας, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Θουκυδ. 8. 69, πρβλ. Αἰσχίν. 43. 30, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 120. 2) [[κατασκευάζω]] διὰ τῆς χειρός, [[κτίζω]], πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Πλάτ. Κριτί. 117C. 3) ἔχω ἐν χερσί, ασκῶ πρακτικῶς, ἔτι καὶ ἐπὶ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 1, καὶ 7. 3· ― [[παράγω]] διὰ τέχνης, διὰ τεχνικῶν μέσων, [[οἷον]] ἐπὶ τῆς τεχνικῆς ἐκκολάψεως τῶν ᾠῶν, Διόδ. 1. 74. ― Παθ., [[μεγάλης]] καλλιεργίας [[τυγχάνω]], ἐπὶ γαιῶν, ὁ αὐτ. 3. 62· παρασκευάζομαι, μαγειρεύομαι ἐντέχνως, ἐπὶ ἐδεσμάτων, Ἀθήν. 153Ε. 4) ἐπὶ χειρουργοῦ, ἐκτελῶ ἐγχείρησιν, Ἱππ. 295. 52, Γαλην., κλπ. 5) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., Διογέν. Λαέρτ. 6. 46.
|lstext='''χειρουργέω''': (*[[ἔργω]]) ἐκτελῶ διὰ τῆς χειρός, [[κατεργάζομαι]], δίδω διὰ τῆς χειρός μου δηλητήριον καὶ δηλητηριάζω τινά, ἡ μὲν διακονήσασα καὶ χειρουργήσασα ἔχει τὰ [[ἐπίχειρα]] ὧν [[ἀξία]] ἦν Ἀντιφ. 113. 34 (σελὶς 8 ἔκδ. Blass)· [[μάλιστα]] ἐπὶ πράξεων βίας, νεανίσκοι, οἷς ἐχρῶντο εἴ τί που δέοι χειρουργεῖν Θουκυδ. 8. 69, πρβλ. Αἰσχίν. 43. 30, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 120. 2) [[κατασκευάζω]] διὰ τῆς χειρός, [[κτίζω]], πολλὰ γυμνάσια ἐκεχειρούργητο Πλάτ. Κριτί. 117C. 3) ἔχω ἐν χερσί, ασκῶ πρακτικῶς, ἔτι καὶ ἐπὶ μουσικῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 1, καὶ 7. 3· ― [[παράγω]] διὰ τέχνης, διὰ τεχνικῶν μέσων, [[οἷον]] ἐπὶ τῆς τεχνικῆς ἐκκολάψεως τῶν ᾠῶν, Διόδ. 1. 74. ― Παθ., [[μεγάλης]] καλλιεργίας [[τυγχάνω]], ἐπὶ γαιῶν, ὁ αὐτ. 3. 62· παρασκευάζομαι, μαγειρεύομαι ἐντέχνως, ἐπὶ ἐδεσμάτων, Ἀθήν. 153Ε. 4) ἐπὶ χειρουργοῦ, ἐκτελῶ ἐγχείρησιν, Ἱππ. 295. 52, Γαλην., κλπ. 5) ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., Διογέν. Λαέρτ. 6. 46.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />travailler avec la main, <i>d’où</i><br /><b>1</b> faire un travail manuel, exercer un métier, pratiquer un art : [[οἱ]] χειρουργοῦντες ÉL les artisans <i>ou</i> les artistes;<br /><b>2</b> faire une opération, opérer <i>t. de chirurg.</i><br /><b>3</b> préparer, fabriquer ; construire, confectionner;<br /><b>4</b> manier, <i>particul.</i> jouer d’un instrument;<br /><b>5</b> maltraiter, user de violence envers;<br /><b>6</b> agir, mettre en exécution, accomplir.<br />'''Étymologie:''' [[χειρουργός]].
}}
}}