Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μάω: Difference between revisions

From LSJ
6,479 bytes added ,  5 August 2017
6_1
(8)
 
(6_1)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=ma/w
|Beta Code=ma/w
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[μαίομαι]], μέμονα, μῶμαι.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[μαίομαι]], μέμονα, μῶμαι.</span>
}}
{{ls
|lstext='''μάω''': (ἴδε ἐν τέλ.)· τὸ ἐνεργ. εὕρηται μόνον ἐν τῷ πρκμ. [[μέμαα]] [[μετὰ]] σημασ. ἐνεστ., ἀλλὰ καὶ [[οὗτος]] ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ πληθ. (ἐν Θεοκρ. 25. 64· ὁ Ἕρμανν. διορθοῖ μεμόνει ἀντὶ μέμαεν), ἀντὶ δὲ τοῦ ἑνικ. παραλαμβάνεται τὸ [[μέμονα]], ας, ε· γ΄ πληθ. μεμάᾱσι Ἰλ. Κ. 208. 236, κ. ἀλλ· ἀλλαχοῦ μόνον ἐν τοῖς προηγουμένοις τύποις, β΄ δυϊκ. μέμᾰτον Θ. 413, α΄ πληθ. μέμᾰμεν Ι. 641, β΄ πληθ. μέμᾰτε Η. 160, γ΄ ἑν. προστακτ. μεμάτω Υ. 355· γ΄ πληθ. ὑπερσ. μέμᾰσαν Ν. 337· ἀλλὰ συχνότατα μετοχ. μεμᾰὼς (μεμᾱὼς μόνον ἐν Ἰλ. Π. 734)· [[ὅπερ]] (παρ’ Ὁμ.) διατηρεῖ τὸ ω ἐν ταῖς λοιπαῖς πτώσεσι, μεμᾰῶτος, μεμᾰῶτες, πλὴν ἐν Ἰλ. Β. 818., Ν. 197, [[ἔνθα]] ἔχομεν μεμαότες, μεμαότε [[[μετὰ]] ᾱ [[χάριν]] τοῦ μέτρου]· θηλ. μεμᾰυῖα, πρβλ. βεβαώς, γεγαώς. Θερμῶς ἐπιθυμῶ, ποθῶ, [[σπεύδω]], συχνὸν παρ’ Ὁμ. - Συντάσσεται: κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ ἀπαρ. ἐνεστ. ἢ ἀορ., Ὅμ., Πινδ. Ν. 1. 64· σπανιώτερον [[μετὰ]] μέλλ., μεμαῶτες... θώρηκας ῥήξειν Ἰλ. Β. 543· ἐπιχειρήσειν μεμαῶτες Ὀδ. Ω. 395· ἀλλὰ καὶ τὸ ἀπαρ. [[ὡσαύτως]] παραλείπεται, [[ἐπεὶ]] μεμάασί γε πολλοὶ (ἐξυπ. ἕταροί σοι γενέσθαι) Ἰλ. Κ. 236· - [[συχν]]. [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] γεν., [[πρόθυμος]] διά τι, μεμαυῖ’ ἔριδος καὶ ἀϋτῆς Ε. 732· μεμαῶτε... θουρίδος ἀλκῆς Ν. 197· - [[συχνάκις]] [[ὡσαύτως]] μετ’ ἐπιρρ., πῇ μέματον; ποῦ σπεύδετε; Θ. 413· [[πρόσσω]] μεμαυῖαι, σπεύδουσαι πρὸς τὰ ἐμπρός, Λ. 615· ἀντικρὺ μεμαὼς Ν. 187· ἰθὺς μεμαῶτι Χ. 284· οὕτω [[μετὰ]] δοτικῆς ὀργάνου, μεμαότες ἐγχείῃσι Β. 818· καὶ ἀπολ., πρὸς δήλωσιν ὁρμητικῆς, ταχείας ἐνεργείας, βῇ ῥ’ ἀν’ ὁδὸν μεμαὼς ἔβη, [[μετὰ]] σπουδῆς, Κ. 339, πρβλ. Λ. 239 ἆλτ’ ἐπὶ οἱ μεμαὼς Φ. 174, πρβλ. Χ. 326· μεμαὼς πόλιν ἐξαπαλάξαι τὴν [[ἐθέλω]] Δ. 40· [[οὕτως]], ἐν πέτρᾳ μεμαώς, ἐπὶ ἁλιέως, καραδοκῶν, Θεόκρ. 21. 52· πρβλ. [[ἐμμεμαώς]]. 2) ἔχω διάθεσιν ἢ κλίσιν νὰ κάμω τι, ἔχω σκοπόν..., ἢ μεμάασιν [[αὖθι]] μένειν Ἰλ. Κ. 208· εἰ γὰρ δὴ μέματον... καταδῦναι [[αὐτόθι]] 433· μέμαμεν δέ τοι ἔξοχον ἄλλων κήδιστοί τ’ ἔμεναι καὶ φίλτατοι..., Ι. 641. - Πρβλ. [[μέμονα]]. II. Μέσ., [[μάομαι]] Σαπφὼ 115 Ahr.· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τοῖς Δωρ. συνῃρ. τύποις, γ΄ ἑνικ. μῶται Ἐπίχ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 531. 3· μῶνται Εὐφορίων [[αὐτόθι]]· προστ. [[μῶσο]] Ἐπίχ. 121, πρβλ. Ahrens D. Dor. σ. 349· εὐκτ. μῷτο Διωτογ. παρὰ Στοβ. τ. 5. 69· ἀπαρ. [[μῶσθαι]] Θέογν. 769, Πλάτ. Κρατ. 406Α· ἀόρ. μώσατο Ἡσύχ. (πρβλ. μοῦσα)· μετοχ. μώμενος Αἰσχύλ. Χο. 45, 441, Σοφ. Τρ. 1136, Ο. Κ. 836· - ἐπιζητῶ τι, ἀπλήστως ἐπιθυμῶ, ἐποφθαλμιῶ, μετ’ αἰτ., [[Σαπφώ]], Θέογν., κτλ.· μετ’ ἀπαρ. ἢ ἀπολ., Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. (Ἡ √ΜΑ διακλαδοῦται εἰς μεγάλην ποικιλίαν ἐννοιῶν, αἵτινες πᾶσαι δύνανται νὰ ταξινομηθῶσιν ὑπὸ [[τρεῖς]] [[κυρίως]] διαιρέσεις: (1) σφοδρὰ ἐπιθυμία, [[πόθος]], [[σύντονος]] [[σκοπός]], ὡς ἐν ταῖς λέξ. μέμαα, μῶμαι, μαιμάω, μαίομαι· καὶ ἐκ τῶν ἐκτεταμένων √ΜΑΝ, ΜΕΝ, μένος, μέμονα, μενεαίνω, μενοινάω· ἐκ √ΜΑΤ, ΜΑΣΤ, μαστήρ, μαστεύω, μαστροπός, [[μετὰ]] τῶν ματεύω, μῆτις, ἂν μὴ τοῦτο ἀνήκῃ εἰς τὴν √ΜΑ, [[μετρέω]])· πρβλ. √ΜΑΘ, [[μανθάνω]]. (2) [[ἔξαψις]] τοῦ νοῦ, διατάραξις, ὡς ἐν τοῖς μαίνομαι, μάντις, μανία, καὶ [[ἴσως]] [[Μοῦσα]] (Λακων. Μῶα, Δωρ. [[Μῶσα]])· [[ἴσως]] καὶ [[μῆνις]]. (3) [[σκέψις]], [[διάσκεψις]], [[ἐμμονή]], ὡς ἐν ταῖς λέξ. [[μένω]], μνάομαι, μέμνημαι, μνήμη· καὶ [[μετὰ]] σημασ. μεταβατικῆς ἐνεργείας, μιμνήσκω, Μέντης, Μέντωρ (mon-itor), [[μηνύω]]. - Ἐπὶ τῶν σημασιῶν (1) ἢ (2), αἱ συγγενεύουσαι γλῶσσαι παρέχουσι μόνον: Σασκρ. man-yus ([[μένος]]), Ἀγγλο-Σαξον. myn, Ἀρχ. Γερμ. minn-ia, minna (amor). Ἐπὶ δὲ τῆς σημασ. (3), πὰ παραδείγματα [[εἶναι]] πολλά, Σανσκρ. man, man-yê (puto, cogito)· man-as (mens, voluntas, opinio), mat-is (opinio, propositum), mna, man-âmi (diligenter lego)· Λατ. man-eo, me-min-i, re-mi-ni-scor, men-s, men-tior, mon-eo, κτλ.· Γοτθ. muns ([[νόημα]]), ga-min-thi ([[μνεία]])· Ἀρχ. Σκανδιν. munr (mens)· Ἀρχ. Γερμ. man-n (mon-eo, Γερμ. mahn-en), mein-a (mein-ung)· Λιθ. at-men-u (memoria)· Σλαυ. min-eti (cogitare)· κτλ.)
}}
}}