Anonymous

θωπεύω: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_5)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1230.png Seite 1230]] ein Schmeichler, θώψ, sein, schmeicheln, sich gefällig zeigen, huldigen, dienen; σὺ [[ταῦτα]] θώπευε Soph. El. 389; ἄλλους O. C. 1338, vgl. 1007; σάφ' [[ἴσθι]] μή με θωπεύσοντά σε Eur. Heracl. 983; Ar. Equ. 48. 1112; ἐπιστάμενοι τὸν δεσπότην λόγῳ θωπεῦσαι Plat. Theaet. 475 a; Folgde; täuschen, betrügen durch Schmeichelei, Aesch. 3, 226 τὸν δῆμον.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1230.png Seite 1230]] ein Schmeichler, θώψ, sein, schmeicheln, sich gefällig zeigen, huldigen, dienen; σὺ [[ταῦτα]] θώπευε Soph. El. 389; ἄλλους O. C. 1338, vgl. 1007; σάφ' [[ἴσθι]] μή με θωπεύσοντά σε Eur. Heracl. 983; Ar. Equ. 48. 1112; ἐπιστάμενοι τὸν δεσπότην λόγῳ θωπεῦσαι Plat. Theaet. 475 a; Folgde; täuschen, betrügen durch Schmeichelei, Aesch. 3, 226 τὸν δῆμον.
}}
{{ls
|lstext='''θωπεύω''': (θώψ) [[κολακεύω]], περιποιοῦμαι θωπευτικῶς, Λατ. adulari, τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1003, 1336, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 983, Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 48˙ σὺ [[ταῦτα]] θώπευ’, ἂς [[εἶναι]] ἰδικόν σου [[ἔργον]] οὕτω νὰ κολακεύῃς, Σοφ. Ἠλ. 397˙ τὸν δεσπότην λόγῳ Πλάτ. Θεαίτ. 173Α˙ καιρὸν θ., ὡς τὸ καιρῷ θεραπεύειν, οἰκονομῶ τὰς περιστάσεις, Ψευδο-Φωκυλ. 87˙ - χαϊδεύω, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 10, 13, Κυν. 6, 21˙ ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29. – Παθ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1116.
}}
}}