3,258,463
edits
(6_1) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θωπεύω''': (θώψ) [[κολακεύω]], περιποιοῦμαι θωπευτικῶς, Λατ. adulari, τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1003, 1336, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 983, Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 48˙ σὺ [[ταῦτα]] θώπευ’, ἂς [[εἶναι]] ἰδικόν σου [[ἔργον]] οὕτω νὰ κολακεύῃς, Σοφ. Ἠλ. 397˙ τὸν δεσπότην λόγῳ Πλάτ. Θεαίτ. 173Α˙ καιρὸν θ., ὡς τὸ καιρῷ θεραπεύειν, οἰκονομῶ τὰς περιστάσεις, Ψευδο-Φωκυλ. 87˙ - χαϊδεύω, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 10, 13, Κυν. 6, 21˙ ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29. – Παθ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1116. | |lstext='''θωπεύω''': (θώψ) [[κολακεύω]], περιποιοῦμαι θωπευτικῶς, Λατ. adulari, τινὰ Σοφ. Ο. Κ. 1003, 1336, Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 983, Ἀριστοφ. Ἀχ. 657, Ἱππ. 48˙ σὺ [[ταῦτα]] θώπευ’, ἂς [[εἶναι]] ἰδικόν σου [[ἔργον]] οὕτω νὰ κολακεύῃς, Σοφ. Ἠλ. 397˙ τὸν δεσπότην λόγῳ Πλάτ. Θεαίτ. 173Α˙ καιρὸν θ., ὡς τὸ καιρῷ θεραπεύειν, οἰκονομῶ τὰς περιστάσεις, Ψευδο-Φωκυλ. 87˙ - χαϊδεύω, ἵππον Ξεν. Ἱππ. 10, 13, Κυν. 6, 21˙ ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 29. – Παθ., Ἀριστοφ. Ἱππ. 1116. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=flatter, caresser.<br />'''Étymologie:''' [[θώψ]]. | |||
}} | }} |