Anonymous

ἐπεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
6_1
(13_7_2)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0916.png Seite 916]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) gegen Einen ausgehen, ausrücken, einen Ausfall oder Streifzug gegen Einen machen; Thuc. 3, 26; Xen. An. 5, 2, 7 u. öfter; αὐτοῖς ἐς μάχην Thuc. 5, 9, öfter, wie Sp.; darauf losgehen, ἀπειλῶν Soph. Ant. 748; τῷ τοῦ Πιττακοῦ ῥήματι Plat. Prot. 345 d. – Bes. gerichtlich verfolgen, belangen, τοῖς φονεῦσι Antiph. 1, 1, τὸν φόνον 2, 2, Klage wegen Mord erheben; τῷ πατρὶ φόνου, den Vater eines Mordes wegen, Plat. Euthyphr. 4 d; τινὶ δίκην Legg. IX, 866 b u. öfter bei den Rednern; züchtigen, bestrafen, πόλιν Eur. Andr. 736; vgl. Plut. Caes. 69; übh. gegen oder mit Jemand verfahren, τινί, sich an ihm rächen, Thuc. 3, 38. – 21 weiter-, fortgehen, ἐπ' ὅσον [[ὕβρις]] ἐπεξῆλθε, wie weit der Uebermuth ging, Her. 3, 80; πρὸς [[τέλος]], zu einem Ziel, Plat. Legg. I, 632 c; bes. in der Rede, εἰς [[τέλος]] τούτων τῷ λόγῳ Phil. 23 b; χώραν, ganz durchgehen, Xen. An. 7, 8, 25, vgl. [[ἐπέξειμι]]; ausführlich durchgehen, auseinandersetzen, μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ' ἐπεξελθεῖν τορῶς Aesch. Prom. 870; ἀκριβείᾳ [[περί]] τινος Thuc. 1, 22; auch δι' ὀλίγων, Plat. Legg. VI, 778 c; τῷ πράγματι Clitoph. 408 d; [[πᾶν]], Alles unternehmen, Thuc. 5, 100 u. Sp.; vgl. τὸ [[πᾶν]] ἐπεξελθεῖν διζήμενον, er habe Alles durchsucht, Her. 7, 166; ἐπὶ [[τέλος]], ἐπὶ [[πέρας]] τι, zu Ende bringen, Luc. Iup. Trag. 17 Bacch. 17; τὴν νίκην, den Sieg verfolgen, App. B. Civ. 5, 91; vgl. τῇ παρούσῃ τύχῃ ὡς ἐπὶ πλεῖστον ἐπεξελθεῖν, so weit wie möglich verfolgen, Thuc. 4, 14; ἔργῳ τι, durch die That ausführen, D. Hal. 6, 43; vgl. Thuc. 1, 120 ἐνθυμεῖται γὰρ οὐδεὶς ὁμοῖα τῇ πίστει καὶ ἔργῳ ἐπεξέρχεται.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0916.png Seite 916]] (s. [[ἔρχομαι]]), 1) gegen Einen ausgehen, ausrücken, einen Ausfall oder Streifzug gegen Einen machen; Thuc. 3, 26; Xen. An. 5, 2, 7 u. öfter; αὐτοῖς ἐς μάχην Thuc. 5, 9, öfter, wie Sp.; darauf losgehen, ἀπειλῶν Soph. Ant. 748; τῷ τοῦ Πιττακοῦ ῥήματι Plat. Prot. 345 d. – Bes. gerichtlich verfolgen, belangen, τοῖς φονεῦσι Antiph. 1, 1, τὸν φόνον 2, 2, Klage wegen Mord erheben; τῷ πατρὶ φόνου, den Vater eines Mordes wegen, Plat. Euthyphr. 4 d; τινὶ δίκην Legg. IX, 866 b u. öfter bei den Rednern; züchtigen, bestrafen, πόλιν Eur. Andr. 736; vgl. Plut. Caes. 69; übh. gegen oder mit Jemand verfahren, τινί, sich an ihm rächen, Thuc. 3, 38. – 21 weiter-, fortgehen, ἐπ' ὅσον [[ὕβρις]] ἐπεξῆλθε, wie weit der Uebermuth ging, Her. 3, 80; πρὸς [[τέλος]], zu einem Ziel, Plat. Legg. I, 632 c; bes. in der Rede, εἰς [[τέλος]] τούτων τῷ λόγῳ Phil. 23 b; χώραν, ganz durchgehen, Xen. An. 7, 8, 25, vgl. [[ἐπέξειμι]]; ausführlich durchgehen, auseinandersetzen, μακροῦ λόγου δεῖ ταῦτ' ἐπεξελθεῖν τορῶς Aesch. Prom. 870; ἀκριβείᾳ [[περί]] τινος Thuc. 1, 22; auch δι' ὀλίγων, Plat. Legg. VI, 778 c; τῷ πράγματι Clitoph. 408 d; [[πᾶν]], Alles unternehmen, Thuc. 5, 100 u. Sp.; vgl. τὸ [[πᾶν]] ἐπεξελθεῖν διζήμενον, er habe Alles durchsucht, Her. 7, 166; ἐπὶ [[τέλος]], ἐπὶ [[πέρας]] τι, zu Ende bringen, Luc. Iup. Trag. 17 Bacch. 17; τὴν νίκην, den Sieg verfolgen, App. B. Civ. 5, 91; vgl. τῇ παρούσῃ τύχῃ ὡς ἐπὶ πλεῖστον ἐπεξελθεῖν, so weit wie möglich verfolgen, Thuc. 4, 14; ἔργῳ τι, durch die That ausführen, D. Hal. 6, 43; vgl. Thuc. 1, 120 ἐνθυμεῖται γὰρ οὐδεὶς ὁμοῖα τῇ πίστει καὶ ἔργῳ ἐπεξέρχεται.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπεξέρχομαι''': (ἴδε [[ἐπέξειμι]]), [[ἐξέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, [[κάμνω]] ἔξοδον, Ἡρόδ. 3. 54., 6. 101, Θουκ. 3. 26, κλ.˙ ἐπ. τινι εἰς μάχην ὁ αὐτ. 5. 9˙ ἐπὶ ἀγγελίας, ἐξικνοῦμαι, [[φθάνω]] ἔκ τινος μέρους εἴς τινα μετά τι, ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα συνέχεε οὕτω, κτλ., Ἡρόδ. 8. 99. 2) ὡς δικαν. [[λέξις]], [[καταδιώκω]] τινὰ δικαστικῶς, κατηγορῶ, [[καταγγέλλω]], τινι Ἀντιφῶν 111. 36, Θουκ. 3. 38, κλ.˙ ἐπ. τινι φόνου, καταδιώκειν τινὰ (δικαστικῶς) διὰ φόνον, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D· [[ὡσαύτως]], ἐπ. δίκην ἢ γραφὴν παρακολουθεῖν, [[διεξέρχομαι]], ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 866Β. Νόμος παρὰ Δημ. 529. 25˙ ἐπ. φόνον Ἀντιφῶν 115. 9˙ ἀπόλ., ἀλλ’ ἐπεξέρχει [[λίαν]], κολάζεις, τιμωρεῖς αὐστηρῶς, Εὐρ. Βάκχ. 1346˙ μετ’ αἰτ. προσώπου, Πλουτ. Καῖσ. 69˙ τὴν πόλιν Εὐρ. Ἀνδρ. 735, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ. 3) [[προβαίνω]] [[μέχρι]] τοῦ σημείου [[ὥστε]] νά, ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ’ ἐπεξέρχει [[θρασύς]]; φθάνεις λοιπὸν [[μέχρι]] τοῦ σημείου [[ὥστε]] καὶ νὰ ἐπαπειλῇς θρασέως; Σοφ. Ἀντιγ. 752˙ ἐπ. πρὸς [[τέλος]] Πλάτ. Νόμοι 632C. 4) παρακολουθῶ, τῇ παρούσῃ τύχῃ Θουκ. 4. 14˙ τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολ. 349Α, 361Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]] διὰ μέσου ἢ ἀπ’ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], χώρην Ἡρόδ. 4. 9˙ τὸ πᾶν γὰρ ἐπεξελθεῖν διζήμενον ὁ αὐτὸς 7. 166. 2) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἐκτελῶ, ἔργῳ τι Θουκ. 1. 120˙ πᾶν [[ἐπεξέρχομαι]], [[δοκιμάζω]] πᾶν [[μέσον]], 5. 100 (καὶ [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν 1. 70 ἀντὶ ἐξέλθωσι)˙ τὴν νίκην Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91˙ ἐπ. τι εἰς [[τέλος]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 17. 3) συζητῶ, διηγοῦμαι ἢ [[ἐξετάζω]] μετ’ ἀκριβείας ἢ ἐντελῶς, Λατ. oratione persequi, οὐδ’ εἰ πάντ’ ἐπεξέλθοις σκοπῶν Σοφ. Ἀποσπ. 659, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 870, Θουκ. 3. 67, Πλάτ. Νόμ. 672 Α˙ ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. Θουκ. 1. 22˙ δι’ ὀλίγων Πλάτ. Νόμοι 778C.
}}
}}