Anonymous

ἐπεξέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_2
(6_1)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπεξέρχομαι''': (ἴδε [[ἐπέξειμι]]), [[ἐξέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, [[κάμνω]] ἔξοδον, Ἡρόδ. 3. 54., 6. 101, Θουκ. 3. 26, κλ.˙ ἐπ. τινι εἰς μάχην ὁ αὐτ. 5. 9˙ ἐπὶ ἀγγελίας, ἐξικνοῦμαι, [[φθάνω]] ἔκ τινος μέρους εἴς τινα μετά τι, ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα συνέχεε οὕτω, κτλ., Ἡρόδ. 8. 99. 2) ὡς δικαν. [[λέξις]], [[καταδιώκω]] τινὰ δικαστικῶς, κατηγορῶ, [[καταγγέλλω]], τινι Ἀντιφῶν 111. 36, Θουκ. 3. 38, κλ.˙ ἐπ. τινι φόνου, καταδιώκειν τινὰ (δικαστικῶς) διὰ φόνον, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D· [[ὡσαύτως]], ἐπ. δίκην ἢ γραφὴν παρακολουθεῖν, [[διεξέρχομαι]], ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 866Β. Νόμος παρὰ Δημ. 529. 25˙ ἐπ. φόνον Ἀντιφῶν 115. 9˙ ἀπόλ., ἀλλ’ ἐπεξέρχει [[λίαν]], κολάζεις, τιμωρεῖς αὐστηρῶς, Εὐρ. Βάκχ. 1346˙ μετ’ αἰτ. προσώπου, Πλουτ. Καῖσ. 69˙ τὴν πόλιν Εὐρ. Ἀνδρ. 735, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ. 3) [[προβαίνω]] [[μέχρι]] τοῦ σημείου [[ὥστε]] νά, ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ’ ἐπεξέρχει [[θρασύς]]; φθάνεις λοιπὸν [[μέχρι]] τοῦ σημείου [[ὥστε]] καὶ νὰ ἐπαπειλῇς θρασέως; Σοφ. Ἀντιγ. 752˙ ἐπ. πρὸς [[τέλος]] Πλάτ. Νόμοι 632C. 4) παρακολουθῶ, τῇ παρούσῃ τύχῃ Θουκ. 4. 14˙ τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολ. 349Α, 361Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]] διὰ μέσου ἢ ἀπ’ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], χώρην Ἡρόδ. 4. 9˙ τὸ πᾶν γὰρ ἐπεξελθεῖν διζήμενον ὁ αὐτὸς 7. 166. 2) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἐκτελῶ, ἔργῳ τι Θουκ. 1. 120˙ πᾶν [[ἐπεξέρχομαι]], [[δοκιμάζω]] πᾶν [[μέσον]], 5. 100 (καὶ [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν 1. 70 ἀντὶ ἐξέλθωσι)˙ τὴν νίκην Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91˙ ἐπ. τι εἰς [[τέλος]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 17. 3) συζητῶ, διηγοῦμαι ἢ [[ἐξετάζω]] μετ’ ἀκριβείας ἢ ἐντελῶς, Λατ. oratione persequi, οὐδ’ εἰ πάντ’ ἐπεξέλθοις σκοπῶν Σοφ. Ἀποσπ. 659, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 870, Θουκ. 3. 67, Πλάτ. Νόμ. 672 Α˙ ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. Θουκ. 1. 22˙ δι’ ὀλίγων Πλάτ. Νόμοι 778C.
|lstext='''ἐπεξέρχομαι''': (ἴδε [[ἐπέξειμι]]), [[ἐξέρχομαι]] [[ἐναντίον]] τινός, [[κάμνω]] ἔξοδον, Ἡρόδ. 3. 54., 6. 101, Θουκ. 3. 26, κλ.˙ ἐπ. τινι εἰς μάχην ὁ αὐτ. 5. 9˙ ἐπὶ ἀγγελίας, ἐξικνοῦμαι, [[φθάνω]] ἔκ τινος μέρους εἴς τινα μετά τι, ἡ δὲ δευτέρη σφι ἀγγελίη ἐπεξελθοῦσα συνέχεε οὕτω, κτλ., Ἡρόδ. 8. 99. 2) ὡς δικαν. [[λέξις]], [[καταδιώκω]] τινὰ δικαστικῶς, κατηγορῶ, [[καταγγέλλω]], τινι Ἀντιφῶν 111. 36, Θουκ. 3. 38, κλ.˙ ἐπ. τινι φόνου, καταδιώκειν τινὰ (δικαστικῶς) διὰ φόνον, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D· [[ὡσαύτως]], ἐπ. δίκην ἢ γραφὴν παρακολουθεῖν, [[διεξέρχομαι]], ὁ αὐτὸς ἐν Νόμοις 866Β. Νόμος παρὰ Δημ. 529. 25˙ ἐπ. φόνον Ἀντιφῶν 115. 9˙ ἀπόλ., ἀλλ’ ἐπεξέρχει [[λίαν]], κολάζεις, τιμωρεῖς αὐστηρῶς, Εὐρ. Βάκχ. 1346˙ μετ’ αἰτ. προσώπου, Πλουτ. Καῖσ. 69˙ τὴν πόλιν Εὐρ. Ἀνδρ. 735, [[ἔνθα]] ἴδε Δινδ. 3) [[προβαίνω]] [[μέχρι]] τοῦ σημείου [[ὥστε]] νά, ἦ κἀπαπειλῶν ὧδ’ ἐπεξέρχει [[θρασύς]]; φθάνεις λοιπὸν [[μέχρι]] τοῦ σημείου [[ὥστε]] καὶ νὰ ἐπαπειλῇς θρασέως; Σοφ. Ἀντιγ. 752˙ ἐπ. πρὸς [[τέλος]] Πλάτ. Νόμοι 632C. 4) παρακολουθῶ, τῇ παρούσῃ τύχῃ Θουκ. 4. 14˙ τῷ λόγῳ Πλάτ. Πολ. 349Α, 361Ε. ΙΙ. μετ’ αἰτ., [[διέρχομαι]] διὰ μέσου ἢ ἀπ’ ἄκρου εἰς [[ἄκρον]], χώρην Ἡρόδ. 4. 9˙ τὸ πᾶν γὰρ ἐπεξελθεῖν διζήμενον ὁ αὐτὸς 7. 166. 2) [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ἐκτελῶ, ἔργῳ τι Θουκ. 1. 120˙ πᾶν [[ἐπεξέρχομαι]], [[δοκιμάζω]] πᾶν [[μέσον]], 5. 100 (καὶ [[οὕτως]] [[ἀναγνωστέον]] ἐν 1. 70 ἀντὶ ἐξέλθωσι)˙ τὴν νίκην Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 91˙ ἐπ. τι εἰς [[τέλος]] Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγῳδ. 17. 3) συζητῶ, διηγοῦμαι ἢ [[ἐξετάζω]] μετ’ ἀκριβείας ἢ ἐντελῶς, Λατ. oratione persequi, οὐδ’ εἰ πάντ’ ἐπεξέλθοις σκοπῶν Σοφ. Ἀποσπ. 659, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 870, Θουκ. 3. 67, Πλάτ. Νόμ. 672 Α˙ ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. Θουκ. 1. 22˙ δι’ ὀλίγων Πλάτ. Νόμοι 778C.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἐπεξελεύσομαι, <i>ao.2</i> ἐπεξῆλθον, <i>pf.</i> ἐπεξελήλυθα;<br /><b>I.</b> s’avancer contre :<br /><b>1</b> marcher contre (l’ennemi) τινι;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> poursuivre en justice;<br /><b>3</b> chercher à se venger de, τινι ; châtier, punir, acc.;<br /><b>II.</b> s’avancer jusqu’à : ἐπ. τινι parvenir à qqn <i>en parl. d’un message</i> ; ἐπ. χώρην HDT parcourir complètement un pays ; ἀκριβείᾳ περὶ ἑκάστου ἐπ. THC poursuivre avec soin l’examen de chaque point ; ἐπ. ἔργῳ [[τι]] THC achever complètement une entreprise.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἐξέρχομαι]].
}}
}}